του Τάσου Βιζικίδη
Σιγοψιχαλίζει, όμως αυτό ουδόλως ενοχλεί τον Κύκκο που έχει στήσει καραούλι στο συνηθισμένο του μέρος. Θα τον βρεις λίγο πιο κάτω, μετά το καφενείο του Σωτήρη, στα φανάρια της διασταύρωσης, καθισμένο σε καρέκλα σκηνοθέτη, ρακένδυτο, λιγδιασμένο.
Όσοι δεν είναι της γειτονιάς τον περνάνε για ζητιάνο, βγάζουν τον οβολό τους αλλά δεν βρίσκουν κυπελάκι, κουτάκι, να τον αφήσουν… Κάποιοι πετάνε το χαραγμένο μέταλλο μπροστά στα πόδια του, αυτός το κλοτσάει, το εξαφανίζει στη σχάρα των ομβρίων.
Από την καρέκλα του σηκώνεται μόνο σαν κοντοζυγώνουν νεαρές γυναίκες, τότε βγάζει την τραγιάσκα στρώνει το μαλλί με τις σαλιωμένες του παλάμες, ρωτάει με αγωνία: «Μήπως είσαι η Ευτυχία;…» Κάποιες γυναίκες τρομάζουν, τσιρίζουν, ανοίγουν το βήμα. Οι περισσότερες τον προσπερνάνε σαν να μην υπάρχει.
Σπάνιο το όνομα «Ευτυχία», δυσκολόβρετο, αλλά αυτό δεν φαίνεται να αποκαρδιώνει τον Κύκκο. Όταν κανείς μας του προτείνει να φύγει, να ξεκουραστεί και: «Θα έχω εγώ το νου μου για την Ευτυχία…», τότε είναι που απαντάει: «Δεν μπορώ, έχω διαταγές…».
Τι διαταγές κι από ποιον; Μόνος του είναι από τότε που τον ξέρουμε. Κυκλοφορεί μια ιστορία για «γυναίκα που έφυγε μαζί με τα παιδιά», για «δουλειά που χάθηκε», για «δάνειο που κοκκίνισε» αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Το σίγουρο είναι ότι κάπως, κάποια στιγμή, κάτι «έσπασε» κι ο Κύκκος που κάποτε έψαχνε την ευτυχία στον κόσμο σιωπηλά όπως όλοι, κρυμμένος πιθανόν πίσω από σπίτι, δουλειά και οικογένεια, τώρα την ψάχνει στη γειτονιά φωναχτά, μα κουρελής, βρόμικος και ενοχλητικός για τις περαστικές.
Κι η εποχή μας δεν το σηκώνει αυτό. Ήρθαν να τον μαζέψουν, να τον στοιβάξουν σε κάποια αποθήκη μαζί με άλλα ναυάγια. Δεν το δεχτήκαμε. Βγήκε μπροστά η γειτονιά, δεν θα αφήναμε να μας πάρουν τον Κύκκο που, στο κάτω κάτω δεν έκανε και έγκλημα, «την ευτυχία ψάχνει ο άνθρωπος».
Υπογράψαμε πως είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτόν. Μέχρι που κάποιοι ̶ καλή τους ώρα ̶ του έδωσαν το ελεύθερο να βολευτεί στο κοινόχρηστο καμαράκι μιας ταράτσας πολυκατοικίας. Και κάπως έτσι μπήκε όλη η γειτονιά στην αναζήτηση του Κύκκου.
Τώρα, όταν πλησιάζει νέα κοπέλα στη «σκοπιά» του, όλο και κάποιος μας κοιτάζει με ελπίδα, όλο και κάποια διατυπώνει σιωπηλά την ίδια ερώτηση: «Μήπως είσαι η Ευτυχία;» Και, χωρίς να το θέλουμε, μας παίρνει από κάτω κάθε «ναι» που δεν λέγεται, κάθε βηματισμός που δεν αλλάζει…
Τις προάλλες, μια όμορφη νεαρή με κόκκινο φόρεμα κοντοστάθηκε στην ερώτησή του. Τα είπαν κάμποση ώρα, μέχρι που έφτασαν και χαχανητά στ’ αυτιά μου, και φεύγοντας αυτή κάτι του έδωσε. Κράτησα την ανάσα μου… Ήταν ένα μπουκαλάκι νερό…
Η ψιχάλα έγινε βροχή, αλλά όχι αρκετά δυνατή για ν’ αποθαρρύνει τον Κύκκο. Ούτε τη μεσόκοπη γυναίκα που τον πλησιάζει. Δυσκολεύομαι να καταλάβω ποια είναι καθώς αδιάβροχο και ομπρέλα μισοκρύβουν τα χαρακτηριστικά της, αλλά δεν μου φαίνεται της γειτονιάς. Σκύβει από πάνω του κάτι του λέει, του τείνει το χέρι, αυτός το πιάνει, σηκώνεται, χώνεται κάτω από την ομπρέλα της, ΦΕΥΓΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ.
Δεν αντέχω, αρχίζω να φωνάζω από το παράθυρο «Ευτυχία, Ευτυχία…». Κανένα σημάδι ότι μ’ ακούνε. Απομακρύνονται, δυο γκρίζες φιγούρες που ενώνονται, στρίβουν στη γωνία, χάνονται… Ποια ήταν η γυναίκα, τι ειπώθηκε μεταξύ τους, ποιο το όνομά της;
Να ήταν εκείνη;… Η καρέκλα του σκηνοθέτη που τώρα χάσκει άδεια στο σταυροδρόμι, δεν απαντάει. Ή, μήπως, όχι; Αφήνω ανοιχτό το παράθυρο.
