• 17 Μαΐου 2024,

Από το παράθυρό μου: Ο Τενόρος, του Τάσου Βιζικίδη

 Από το παράθυρό μου: Ο Τενόρος, του Τάσου Βιζικίδη

Αραχτός κάτω από τη φλαμουριά ο γείτονας του ισογείου από την απέναντι πολυκατοικία.

Η πλαστική καρέκλα όπου κάθεται ισορροπεί στα πίσω της πόδια, ενώ η πλάτη της στηρίζεται στο δέντρο. Ο καθήμενος φοράει καπέλο παναμά, γυαλιά ηλίου που καλύπτουν το μισό του πρόσωπο, κίτρινο φανελάκι με τιράντα που καλύπτει με δυσκολία το κορμί του, βερμούδα πολύχρωμη και πέδιλα με κάλτσες στα πόδια.

Μπροστά του γυρισμένη ανάποδα μια κάσα (χωρίς) μπίρες. Απλωμένη πάνω της σε ρόλο τραπεζομάντιλου εφημερίδα, πάνω στο πρόχειρο τραπεζομάντιλο ακουμπισμένο στρατηγικά πιάτο με μεζέδες και δίπλα του σαμπανιέρα που κρατάει δροσερό και αθέατο το περιεχόμενό της.

Ραδιοφωνάκι κρεμασμένο σε καρφί, συντονισμένο στο 3ο πρόγραμμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο γείτονας στήνει «υπαίθριο μπιστρό», όπως αρέσκεται να το αποκαλεί. Επίμονες φήμες που τον θέλουν ξεπεσμένο τενόρο έχουν χωρίσει εδώ και καιρό τη γειτονιά στα δύο.

Είναι αυτοί που λένε πως όντως υπήρξε τενόρος ο άνθρωπος και τα παράτησε ή γιατί έπαθε κάτι η φωνή του ή γιατί δεν τα έβγαλε πέρα με τις κλίκες του συναφιού του… Και στο κάτω κάτω «γιατί να σκαρφιστεί τέτοιο ψέμα»;

Είναι και η άλλη πλευρά ‒ η πλειοψηφία, που όταν μιλάνε γι’ αυτόν τον αναφέρουν ως «Ψευταρά, χαραμοφάη, τεμπελχανά…». Μερικοί έψαξαν στο διαδίκτυο και δεν βρήκαν πουθενά στοιχεία για την καριέρα του. Το γεγονός είναι πως τόσο καιρό στη γειτονιά δεν ακούσαμε νότα απ’ το στόμα του…

Δεν νομίζω όμως πως ο ισογίτης γείτονας νοιάστηκε ποτέ για τις φήμες. Όπως δεν φαίνεται να νοιάζεται ούτε για τους περαστικούς που κοντοστέκονται και τον κοιτάνε, μάλλον περίεργα… Έτσι κι αλλιώς έχει πολλές αντιπάθειες και το ξέρει, καθώς φαντάζει τζίτζικας ανάμεσα σε μυρμήγκια…

Θυμάμαι τότε που μαζεύτηκαν τέσσερις-πέντε, της ίδιας συνομοταξίας κάτω από τη φλαμουριά. Ένας μάλιστα είχε φέρει και ψησταριά, απ΄ αυτές τις μικρές για κάμπινγκ, μετατρέποντας το «μπιστρό» σε «σουβλακερί», στο άψε-σβήσε.

Το ραδιοφωνάκι στη διαπασών με αλλαγμένο ρεπερτόριο. Ξεχείλιζε ο νταλκάς ‒ πόνος χωρίς μέτρο για τζιτζίκια δίχως δέντρο… Βγήκε η νοικοκυρά του δεύτερου ορόφου στο μπαλκόνι της και φώναζε για τον καπνό που καθόταν στα απλωμένα ρούχα της.

Κάποιος από την παρέα της απάντησε, «Μαντάμ, καπνός είναι όπου θέλει πάει…», «Όλη μέρα μπεκροπίνετε, σπίτια δεν έχετε;…», «Παρεξηγήσατε, γιορτάζουμε τα γενέθλια του τενόρου…», «Προχθές ποιανού γενέθλια γιορτάζατε της Κάλας;…».

Κουβέντα στην κουβέντα άναψαν τα αίματα, «Θα φέρω το 100…», «Μωρή παστρικοθοδώρα, φώναξε και το 500…», «Ενοχλάμε που τρώμε και πίνουμε;…», «Στο κάτω κάτω μπροστά στο παράθυρο του τενόρου ψήνουμε…».

«Στις πόρτες σας μπροστά να τα κάνετε αυτά…», «Αρκετά σας ανέχτηκα, τώρα θα δείτε…» είπε και άνευ ετέρας έβγαλε το λάστιχο τους κατάβρεξε. Η παρέα διαλύθηκε δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τη νοικοκυρά που προστάτευε σθεναρά την μπουγάδα της…

Εδώ που τα λέμε η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, μέρα παρά μέρα στριμώχνονται κάτω απ΄ τη φλαμουριά, πότε στο «μπιστρό», πότε στη «σουβλακερί»… Και να πεις πως το χειμώνα ησυχάζουμε, πάει και έρχεται. Αυτά τα τζιτζίκια όμως είναι παντός καιρού…

Σήμερα, ενώ όλα έδειχναν πως θα υπομένουμε μόνο τον αρχιτζίτζικα, όχι μόνο μαζεύτηκε η παρέα, αλλά είναι και περισσότεροι από κάθε άλλη φορά. Ο τενόρος άφησε το ραχάτι και τους καλοδέχεται έναν έναν.

Κάποια στιγμή ξεκρεμάει το ραδιοφωνάκι, χάνεται για λίγο, βλέπω να βγάζει ηχεία στο παράθυρό του. Εν τω μεταξύ οι ψησταριές γίνονται δύο, κάποιος έχει φέρει φορητό ψυγειάκι τιγκαρισμένο, άλλοι έφεραν κάσες με μπίρες ‒ η «σουβλακερί» γνωρίζει δόξες…

Να δεις που δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα και μακάρι να βγω ψεύτης. Αρχινάει το νταβαντούρι. Καπνός που πότε καταλαγιάζει πότε φουντώνει όταν τα λίπη στάζουν στα κάρβουνα, τσουγκρίσματα, κοψίδια στο χέρι… τα τζιτζίκια έρχονται στο τσακίρ κέφι.

Οι ένοικοι της πολυκατοικίας βγαίνουν στα μπαλκόνια, κάνουν παράπονα, «Ο καπνός μπαίνει στα δωμάτια…», «Χαμηλώστε τη μουσική…», «Λίγο σέβας, έχουμε άρρωστο άνθρωπο…». Καμία απόκριση… Μπαλκονόπορτες κλείνουν με θόρυβο.

Τηλεοπτικό συνεργείο κάνει την εμφάνισή του, προφανώς «δάκτυλος» της γειτονιάς. Τραβάνε πλάνα της παρέας. Ακούω το δημοσιογράφο που μιλάει στο κινητό, θα γίνει θέμα στο βραδινό δελτίο.

Δίνει τις τελευταίες οδηγίες στον οπερατέρ, ετοιμάζεται για τη συνέντευξη. Βλέπω ότι η προσοχή του στρέφεται στον αρχιτζίτζικα, μάλλον γνωρίζει τις πληροφορίες που τον θέλουνε τενόρο σε αποστρατεία. Του χώνει το μικρόφωνο στη μούρη…

Τι έγινε, τι τον ρώτησε, δεν ξέρω, ο τενόρος όμως ανεβαίνει στην καρέκλα, κάνει νόημα να κλείσει η μουσική και ανοίγει το στόμα του… Δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Είχα ακούσει πως η φωνή του τενόρου θρυμματίζει ποτήρια, ε λοιπόν νομίζω πως μπορεί να θρυμματίσει και τύμπανα…

Σαν να μην έφτανε το πρώτο σοκ, ο «τενόρος» ανεβαίνει οκτάβα… Αυξομειούμενη τσιρίδα ταξιδεύει ανεμπόδιστη, μπαίνει σε σπίτια, τρυπώνει σε υπόγεια, θολώνει, συγχίζει, πανικοβάλλει… Ο αρχιτζίτζικας «τερετίζει» και η παρέα του τον συνοδεύουν κάνοντας δεύτερες φωνές…

Άδειοι γκαζοτενεκέδες που κατρακυλάνε σε σκαλάκια, νύχια μεταλλικά που σέρνονται σε μαυροπίνακα… Ακόμα και οι σκύλοι που είχαν βολευτεί στη σκιά σηκώνονται τρομαγμένοι, αρχίζουν τα γαυγίσματα και κινούνται προς το μέρος τους με σηκωμένη τρίχα.

Οι γείτονες αλαφιασμένοι στα μπαλκόνια, φωνάζουν για έλεος, χωρίς να εισακούγονται… Η παρέα έχει πια ξεσαλώσει, το τηλεοπτικό συνεργείο φεύγει τρέχοντας, οι περαστικοί λοξοδρομούν γιουχάροντας και μουντζώνοντας…

Βλέποντας πως χάνουν τη «μάχη της φλαμουριάς», οι γείτονες δεν μένουν με σταυρωμένα χέρια. Άλλος με κουβά, άλλος με το λάστιχο, κάνουν την αντεπίθεσή τους… Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης