Η λέξη Δύση, που τόσο συχνά αναφέρεται στις μέρες μας, έχει μια έννοια που αρθρώνεται σε διαφορετικές εποχές. Δεν υποδηλώνει ένα σύστημα αξιών, μια πολιτική μορφή, ένα τρόπο ζωής. Η Δύση είναι ο ορίζοντας στον οποίο κοίταζαν οι Έλληνες: η ιταλική ακτή, η ευρωπαϊκή ήπειρος, μια μελλοντική εποχή στην ιστορία του κόσμου.
Στην περίοδο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, οι φιλόσοφοι σκέφτηκαν τη μοίρα της Δύσης όχι ως μια δύση, αλλά ως ένα πέρασμα: στο σκοτάδι της ευρωπαϊκής νύχτας δεν υπήρχε μόνο θάνατος και καταστροφή, αλλά και η δυνατότητα σωτηρίας. Η Δύση ήταν η Ευρώπη, η Ευρώπη ήταν η Δύση.
Σε αυτή την προοπτική, που σήμερα -με τη σωστή κριτική τονικότητα- θα λέγαμε ευρωκεντρική, αυτό που βρισκόταν πέρα από τον Ατλαντικό, συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας, δεν ήταν δυτικό.
Συνεχίζει λοιπόν η Donatella Di Cesare* λέγοντας πως Μετά το 1945, το κέντρο βάρους της Ιστορίας περνά από την ευρωπαϊκή ήπειρο στην αμερικανική. Ακόμη και η λέξη «Δύση» αλλάζει τη σημασία της, δηλώνοντας τον Αμερικανικό Τρόπο Ζωής, το αμερικάνικο στυλ ζωής και όλα αυτά, μεταξύ αξιών και υποτιμήσεων, που φέρνει μαζί του. Η Ευρώπη συμμορφώνεται, λίγο πολύ με πόνο καρδίας. Για να μην χάσει αν μη τι άλλο τη σύνδεση με τη Δύση της οποίας ήταν πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος.
Αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις πολύ σοβαρές μέρες, πίσω από τη νέα σύγκρουση πολιτισμών για την οποία καυχιέται, είναι μια αυτοακύρωση της Ευρώπης, η οποία απαρνιέται τον εαυτό της, τη μνήμη της, τα καθήκοντά της.
Το 2022 σηματοδοτεί την περαιτέρω, μετακίνηση, το άνοιγμα ενός ρήγματος στην ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου. Η Ευρώπη σιωπά, κυριαρχείται από τα πολεμικά τύμπανα της ατλαντικής Δύσης, στην οποία μοιάζει να υποτάσσεται ολοκληρωτικά.
Η παγερή φιγούρα της Ursula von der Leyen, αυτή η αλλόκοτη, ανησυχητική κομπάρσα, που εμφανίζεται κατά καιρούς για να ανακοινώσει «νέες κυρώσεις στη Ρωσία», συνοψίζει από μόνη της μια κέρινη και σβησμένη Ευρώπη, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια εξαγγελθείσα κρίση.
Είναι δυνατόν από το 2014 να μην έχει γίνει καμία ενέργεια για να αποφευχθούν τα χειρότερα;
Ήταν δυνατόν μεταξύ Δεκεμβρίου και Φεβρουαρίου να μην υπήρχε περιθώριο να αποτραπεί η εισβολή;
Είναι δυνατό να μη κάνουμε τα πάντα ώστε να μεσολαβήσουμε για την ειρήνη;
Πρόκειται για μια πραγματική αλυσίδα ασυγχώρητων πολιτικών λαθών, για τα οποία οι ευρωπαίοι πολίτες θα πρέπει να ζητήσουν το λογαριασμό στο εγγύς μέλλον από αυτούς που έχουν σήμερα ρόλους λήψης αποφάσεων.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η μοιραία σιωπή της Ευρώπης διαλύεται από τις χονδροειδείς προκλήσεις του Μπόρις Τζόνσον, του υποστηρικτή του Brexit, και τα απερίσκεπτα λόγια του Τζον Μπάιντεν, ίσως ενός από τους χειρότερους Αμερικανούς προέδρους.
Η αυτοκτονία της Ευρώπης είναι εκεί κάτω από τα μάτια όλων.
Και είναι αυτό που μας αγχώνει και μας ανησυχεί.
Γιατί αφορά το μέλλον μας και των νέων γενεών.
Ξαφνικά δεν μιλάμε πλέον για Next Generation Eu – καμία αναφορά σε εκπαίδευση, πολιτισμό, έρευνα. Μόνο τα όπλα είναι στην ημερήσια διάταξη.
Υπάρχουν εκείνοι που χειροκροτούν σε αυτό, υμνώντας μια «συμπαγή» Ευρώπη φάντασμα.
Ποιο συμπαγές;
Αυτό μιας πολεμικής Ευρώπης, με όπλα στα χέρια;
Επιπλέον, κάθε χώρα για τον εαυτό της, με τη Γερμανία επί κεφαλής;
Αυτή σίγουρα δεν είναι η Ευρώπη που επιδιώξαμε, αυτή για την οποίαν φιλοδοξούσαμε.
Πολλοί έχουν εμπιστευτεί τις δυνατότητες της Ένωσης, η οποία είχε αντισταθεί στις πιέσεις της δεξιάς του κυριαρχισμού και η οποία φαινόταν να βγαίνει από την πανδημία πιο συνειδητοποιημένη και πάνω από όλα πιο υποστηρικτική, αλληλέγγυα. Ποτέ δεν θα φανταζόμασταν αυτή τη μετατόπιση.
Η ρωγμή που άνοιξε στη γηραιά ήπειρο, στην οποία το όνειρο των φιλοευρωπαίων κινδυνεύει να κατακρημνιστεί, είναι επίσης η ρήξη του δεσμού που έχουν υφάνει οι δύο ιστορικά πιο σημαντικές Χώρες, η Γερμανία και η Ιταλία, με τη Ρωσία.
Όσοι αρκούνται στην επανάληψη του ρεφρέν «υπάρχει ένας που δέχεται επίθεση και ένας επιτιθέμενος», αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε, δεν αναρωτιούνται για τα αίτια και δεν εξετάζουν τις συνέπειες αυτού του πολέμου.
Υπάρχει μια ευρωπαϊκή Ρωσία αλλά και φιλοευρωπαϊκή.
Στην ιστορία της, η Ρωσία ήταν πάντα διχασμένη ανάμεσα στον πειρασμό να προσεγγίσει το δυτικό μοντέλο και την επιθυμία να στραφεί αντ’ αυτού προς την Ανατολή με μια επίμονη σλαβοφιλία, όπως μαρτυρείται, εξάλλου, στο έργο του Ντοστογιέφσκι.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης των μπολσεβίκων, επικράτησε το ανοιχτό πνεύμα λόγω του διεθνισμού.
Αν ο Στάλιν άλλαξε πορεία, το τέλος της σοβιετικής αυτοκρατορίας σηματοδότησε το πραγματικό σημείο καμπής. Μέσα σε εκείνη τη χαοτική κατάσταση αναδύθηκε το εθνικιστικό ρεύμα που έκαιγε σιγανά κάτω από τις στάχτες.
Ο Πούτιν είναι το αποτέλεσμα τόσο αυτού του εθνικισμού, που υποκινήθηκε επίσης από τον στοχαστή των κυριαρχιστών Aleksandr Gel’evič Dugin, όσο και ενός ματαιωμένου εκδυτικισμού. Αλλά ποιος θα ωφεληθεί από μια απομονωμένη Ρωσία, μαζεμένη στον εαυτό της, να απευθύνεται εκ νέου στους ασιατικούς ορίζοντες;
Σε μια υποβλητική εικόνα που ανατρέχει στον Νίτσε, στον Βαλερύ, στον Ντερριντά, η Ευρώπη εμφανίζεται ως ένα μικρό ακρωτήρι, ένα ακρωτήριο, μια χερσόνησος στην ασιατική ήπειρο. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσδιορίσει πού είναι τα σύνορά της στα Ανατολικά.
Μα σίγουρα είχε πάντα τον ρόλο της κεφαλής, του εγκεφάλου ενός μεγάλου σώματος.
Ήταν το φως, το πολύτιμο μαργαριτάρι.
Αναρωτιόμαστε που πήγε.
*Καθηγήτρια θεωρητικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, από το Il Fatto Quotidiano, 24 Μαρτίου 2022
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org