Dark Mode Light Mode

Η επανάσταση ως μια όμορφη περιπέτεια / 6 – Πάρτι, φωτογραφία και θηλιά

26/03/2025

του Sandro Moiso

Όλα είναι γραμμένα στις εικόνες, στις εικόνες που έγιναν, που δημιουργήθηκαν, στις εικόνες του παρελθόντος, αυτές που οδηγούν στο παρελθόν, μας επιτρέπουν να το περπατήσουμε ξανά, μας καλούν να το ταξιδέψουμε ξανά (Tano D’Amico, I nostri anni)

Tano D’Amico, I nostri anni, Τα χρόνια μας, Milieu εκδόσεις, Milano 2025, σελ.96 με 6 φωτογραφίες του συγγραφέα, ευρώ 14,90

Οι φωτογραφίες του Tano D’Amico απαθανάτισαν τις πιο σημαντικές και, ίσως ακριβώς χάρη σε αυτόν, τις πιο εμβληματικές στιγμές εκείνων των χρόνων που ένας πικραμένος πρώην ηγέτης των φοιτητικών κινημάτων χαρακτήρισε «φοβερά» και τα μέσα ενημέρωσης υποταγμένα στην κακή αστική συνείδηση ​​ως «μολυβιού».

Αλλά στο κείμενο που μόλις δημοσίευσε ο Milieu, στην συλλογή «Εβδομήντα», ο φωτογράφος μεταμορφώνεται σε συγγραφέα και, με ένα ύφος αιωρούμενο μεταξύ αφορισμού και χαϊκού, καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη την ίδια ποιητική δύναμη, αιωρούμενη μεταξύ θυμού και «επαναστατικής χαράς», των πιο διάσημων εικόνων του.

Ο Tano D’Amico δικαίως θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή φωτογράφους. Γεννημένος το 1942 στο νησί Filicudi, μετακόμισε στο Μιλάνο όπου έκανε κτήμα του απολυτήριο κλασικού λυκείου και στη συνέχεια παρακολούθησε τη σχολή Πολιτικών Επιστημών.

Αφού μετακόμισε οριστικά στη Ρώμη τους μήνες αμέσως πριν από την έκρηξη του ’68, άρχισε να μαρτυρεί την ουσία των νεανικών και εργατικών εξεγέρσεων των επόμενων ετών μέσω φωτογραφιών που τραβήχτηκαν για περιοδικά και εφημερίδες, μεταξύ των οποίων «Potere οperaio» και «Lotta continua», της οποίας ήταν και ένας από τους «ιδρυτές» και από τους στενότερους συνεργάτες.

Τα προνομιούχα υποκείμενα των στιγμιοτύπων του ήταν συχνά εργάτες, άνεργοι, άστεγοι, κρατούμενοι, γυναίκες, φοιτητές, εργάτες. Εργάστηκε όμως και σε διεθνές επίπεδο, καταγράφοντας την Ιρλανδία του εμφυλίου πολέμου, την Ελλάδα των συνταγματαρχών, την Ισπανία του Φράνκο, την Πορτογαλία της Επανάστασης των γαρυφάλλων, τον πόλεμο στη Βοσνία, τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη και την αντίσταση στην Τσιάπας.

Ακριβώς σε μια από τις πρώτες σελίδες του κειμένου, ο Tano αναφέρει ότι: «Οι εικόνες γεννιούνται πριν από τις σκέψεις. Οι εικόνες είναι αφετηρίες για τις σκέψεις και τις λέξεις, τα λόγια» 1. Υποδηλώνοντας έτσι αμέσως την υποβλητική δύναμη κάθε εικόνας που θα καταλήξει να εναποτεθεί στο φαντασιακό και στο υποκειμενικό και συλλογικό ασυνείδητο, αλλά και την ανάγκη να μειωθεί στο μέγιστο ο αριθμός των λέξεων που απαιτούνται για να επαναληφθούν έννοιες ή να ξεθαφτούν μνήμες που πολύ συχνά ασφυκτιούν από τη ρητορική ή την αυταρέσκεια, που συμβάλλουν μόνο στη διαγραφή της αστραπιαίας έκρηξης της στιγμής ή των στιγμών πάνω στις οποίες οικοδομείται η ιστορική μνήμη.

Εικόνες που εγείρονται από τα συναισθήματα, ακόμη και πριν από το μάτι που κοιτάζει, και που θα πυροδοτήσουν άλλα τόσα συναισθήματα σε όσους έχουν το θάρρος να τις κοιτάξουν. Ναι, γιατί το να κοιτάς, όπως και να δημοσιεύεις τις εικόνες, είναι ένα θέμα θάρρους. Θάρρος που έλειπε σχεδόν πάντα από αυτούς που έπρεπε να τις χρησιμοποιήσουν στα χρόνια που τραβήχτηκαν οι φωτογραφίες του Tano D’Amico.

Αν θέλετε, μεγάλο μέρος της αφήγησης δομείται γύρω από το κίνημα του ’77 και τη δολοφονία της Giorgiana Masi από την αστυνομία και από μια εξουσία πυρπολημένη από την ανάγκη να καταστείλει και σκοτώσει όσους είχαν το θάρρος να τους αντιταχθούν. Ειδικά αν επρόκειτο για γυναίκες.

Ποτέ στην ιστορία οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν τις δικές τους ανάγκες, τα δικά τους αιτήματα χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσουν τους άνδρες όπως εκείνη τη χρονιά. Οι άνδρες επεξεργάζονταν τα ελλιπή, όπως πάντα, δικά τους αιτήματα. Μπορεί να ειπωθεί ότι οι γυναίκες προωθούσαν σκέψεις, συναισθήματα για όλο το ανθρώπινο είδος. Αυτές οι γυναίκες ήταν μεταδοτικές για όλες τις άλλες γυναίκες και για όλους τους άνδρες.
Το Κράτος, η εξουσία, ένιωθε ακόμα την ανάγκη για θύματα. Τουλάχιστον ένα ακόμη, και έπρεπε να είναι μια γυναίκα, μία ακόμη φωτιά, τουλάχιστον μία 
2.

Φυσικά, μεταξύ των θανάτων που αφηγείται ο Tano δεν είναι μόνο αυτός της Giorgiana, υπάρχουν επίσης εκείνοι του Francesco (Lorusso) και του Walter (Rossi) καθώς και του Antonio (Custra) ο οποίος στέκονταν στην άλλη πλευρά, αλλά είναι ακριβώς αυτός της Giorgiana που διασφαλίζει ότι η μνήμη εκείνης της χρονιάς και εκείνου του κινήματος πρέπει απαραίτητα να αναμειγνύει τη γιορτή, το ψωμί και τα τριαντάφυλλα με το αίμα και το θάνατο. Η αγάπη για τη ζωή με τη μίζερη περιφρόνησή της.

Το κίνημα καθίστατο όλο και περισσότερο ένα τέρας. Έσπαζε τις βιτρίνες, οπότε ήταν νομότυπο να το πυροβολούν. Οι βιτρίνες ιεροποιούνταν όλο και περισσότερο, οι ζωές των εξεγερμένων στερούνταν κάθε αξίας. Στις εφημερίδες, όλες, το κλάμα ήταν περισσότερο για τις βιτρίνες παρά για τους νέους και τις νέες που άφηναν τη ζωή τους στο δρόμο. Ο φωτογράφος δεν ξεχνά τα πρόσωπά τους που γίνονταν όλο και πιο λευκά στο μαύρο της ασφάλτου 3.

Έτσι, στις 12 μαΐου εκείνης της χρονιάς, στη Ρώμη, στα μισά του δρόμου μεταξύ της δολοφονίας του Φραντσέσκο στη Μπολόνια και του Βάλτερ πάλι στη Ρώμη: «Δύο κορίτσια χτυπήθηκαν ενώ έτρεχαν. Βοηθήθηκαν από τους συντρόφους. Η Έλενα τότε θα πεθάνει μες τον πόνο και η Giorgiana, μια σφαίρα θα τρυπήσει έναν από τους σπόνδυλους της και θα τρελαθεί μέσα στα σπλάχνα της, σκοτώνοντάς την.»

Πιο μπροστά θα επιστρέψει πολλές φορές, όπως σε μια μπαλάντα ενός καιρού, μια φράση ή κάτι περισσότερο: «Οι γονείς του κοριτσιού πέθαναν από τη θλίψη. Η υπόθεση δεν έχει ακόμη κλείσει. Ο φωτογράφος αυταπατάται ότι είναι οι εικόνες που την κρατούν ανοιχτή στη μνήμη.» Ναι, γιατί ο Τάνο δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας φωτογράφος και ποτέ δεν τον έβλεπαν έτσι τα κινήματα των οποίων ήταν αδελφός και φίλος, ούτε τα μέσα ενημέρωσης και οι εξουσιαστές, που πάντα αντιλαμβάνονταν την έχθρα και το ότι στέκονταν στην απέναντι πλευρά. Στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος. Αναζητητής εικόνων, πριν ακόμη ένας «παραγωγός» τους ή, ακόμα χειρότερα, εκμεταλλευτής τους.

Οι νέες εικόνες εισβάλλουν στην ιστορία από τις ρωγμές της, όταν υπάρχει σύγκρουση. Αυτές οι εικόνες παραμένουν και προαναγγέλλουν, και σηματοδοτούν, τις αλλαγές, σημεία καμπής, συγκρούσεις. Είναι αυτές που καθιστούν ορατά τα συναισθήματα που φτιάχνουν την ιστορία 4.

Συναισθήματα που πρέπει να νικηθούν, να δαιμονοποιηθούν, να ξεχαστούν, να θηριοποιηθούν, όπως προσπάθησε, ξανά, η εξουσία, να κάνει με τις γυναίκες, τον μάιο του 1977, η εξουσία, το Κράτος, η μπατσαρία.

Την επόμενη μέρα οι γυναίκες μαζεύτηκαν στο σημείο της δολοφονίας της Τζιορτζιάνα. Υπήρχε ακόμα το αίμα της στην άσφαλτο. Κάλυψαν εκείνο το αίμα με λουλούδια, εμφανίστηκαν σημειώματα, γράμματα, ποιήματα, πολλά άλλα λουλούδια.

[…] Η κίνηση επιβραδύνθηκε, όλα κινούνταν αργά, δεν ακούγονταν κορνάρισμα, ακόμη και τα λεωφορεία μείωναν την ταχύτητα για να μην κάνουν θόρυβο. Αυτός ο κύκλος γυναικών που έκλαιγαν και ταλαντεύονταν όλες μαζί, αποτυπώθηκε για πάντα στην ψυχή όσων κοιτούσαν. Κάποιος το αντιλήφθηκε. Έφτασε μια μονάδα αστυνομικών και μια καραμπινιέρων. Επιτέθηκαν σε αυτόν τον κύκλο των γυναικών, τον στραπατσάρισαν, τον διέλυσαν, τον κατέστρεψαν, διασκορπίζοντας τις γυναίκες. Οι ένοπλοι άνδρες έκοψαν όλους τους δρόμους διαφυγής. Η καθεμιά χτυπήθηκε. Όλες προσπάθησαν να επιστρέψουν για να ανασυνθέσουν τον κύκλο. Αστυνομικοί και καραμπινιέροι καταστρέφουν εκ περιτροπής κάθε προσπάθεια, κάθε σxεδίασμα, κάθε πρόθεση να ενωθούν σε κύκλο, με ολοένα και μεγαλύτερη αγριότητα και σκληρότητα. Οι γυναίκες δεν ούρλιαζαν, άνοιγαν το στόμα τους αλλά οι κραυγές δεν έβγαιναν. Δύο κορίτσια με τη μάσκα της τραγωδίας, με το στόμα ορθάνοιχτο, χωρίς ήχο, χωρίς φωνή, χωρίς ουρλιαχτά, πήγαν προς τον φωτογράφο. Όλο και περισσότερες, οι ένοπλοι αναχαίτησαν τις γυναίκες που επιχειρούσαν να διαφύγουν και τις χτύπησαν με ρόπαλα. Άλλοι ένοπλοι βεβήλωσαν εκείνο το κρεβάτι με τα λουλούδια, κατέστρεψαν, εκείνο που απέμεινε από μια φωτιά. Την πυρά της Τζιορτζιάνα, το αίμα της Giorgiana.

Καμία εφημερίδα δεν ήθελε αυτή τη φωτογραφία που περιγράφεται άσχημα εδώ 5.

Είναι η ήσυχη εικόνα ενός εργάτη που τρώει ένα σάντουιτς με ζαμπόν εκείνη που ανοίγει τη σύντομη ανασκόπηση των φωτογραφιών που συνοδεύει το κείμενο. Θα ακολουθήσουν αυτές της βίας και των ταραχών. Όλες έχουν εισέλθει στο μύθο, στην ιστορία των κινημάτων και στη μνήμη. Ακόμα κι εκείνη αυτού που ετούτες τις στιγμές, για ηλικιακούς και γεωγραφικούς λόγους δεν τις έζησε. Όλες για να επιβεβαιώσουν ξανά το μη αναγώγιμο, το αμετακίνητο της σύγκρουσης και της ελπίδας σε έναν καλύτερο κόσμο που καμία εξουσία δεν θα μπορέσει ποτέ να διαγράψει, να ακυρώσει.

Σε ευχαριστούμε, λοιπόν, Τάνο, για τις φωτογραφίες σου και για τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα, τον θυμό και την αγάπη που θέλησες και ήξερες να μοιράζεσαι και να μεταδίδεις στους αναγνώστες, ακόμη και με τα λόγια.

  1. D’Amico, I nostri anni, Milieu edizioni, Milano 2025, σελ. 12.
  2. Tano D’Amico, op. cit., σελ. 17.
  3. Ibidem, σελ. 16.
  4. Ivi, σελ. 82.
  5. Ibidem, σελ. 20-21.

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος       Carmilla on line

Προηγούμενο άρθρο

Άννα Τζούμα-Μισσιριάν, η ψυχή του Ιμαρέτ της Καβάλας (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Η 25η Μαρτίου, κοινή γιορτή Ελλάδας & Αμερικής: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου