Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με την Ασφάλεια της Χώρας μου ήταν στην τρυφερή ηλικία των δέκα χρόνων, τότε μια πράξη δέκα παιδιών συνομήλικων μου, εντελώς «Εθνική και Πατριωτική», χαρακτηρίστηκε από την υπηρεσία αυτή ως παράνομη.
Συγκεκριμένα, μια ενέργειά μας που είχε σκοπό να προσφέρουμε υπηρεσίες, εμείς οι δέκα Πεντακοσιανοί πιτσιρικάδες, στη Βασίλισσα μας τη Φρειδερίκη. Θεωρήθηκε σαν παράνομη. Συγκεκριμένα, στον πρώτο έρανο που οργάνωσε τότε η Φρειδερίκη για τη «Φανέλα του Στρατιώτη» συμμετείχαμε και εμείς με ενθουσιασμό και αυτόβουλα.
Είχε προηγηθεί η ένταξη του συντρόφου μας του Στέλιου στους Ναυτοπροσκόπους και μας ενθουσίασε η νέα του εμφάνιση με τη στολή του Λυκόπουλου, που μας παρουσιάστηκε στη γειτονιά. Πήγαμε όλοι ομαδικά και γίναμε και εμείς Ναυτολυκόπουλα, στολή όμως δεν μας έδωσαν, έπρεπε να την αγοράσουμε.
Ο Στέλιος ήταν μοναχοπαίδι, ο πατέρας του εμπορευόμενος, είχε τα μέσα και του έκανε όλα του τα γούστα. Εμείς οι άλλοι δεν τολμούσαμε να ζητήσουμε κάτι τέτοιο από τους γονείς μας, άλλες οι προτεραιότητες, λίγα τα έσοδα, που πολλές φορές δεν έφταναν για τις βασικές μας ανάγκες.
Η παραμονή μας στους nαυτοπροσκόπους είχε όριο παραμονής τους δύο μήνες. Αυτόν το χρόνο μας έδωσαν μέχρι να αγοράσουμε τις απαραίτητες στολές, όταν τους εκθέσαμε το οικονομικό πρόβλημά μας. Τους δύο αυτούς μήνες περάσαμε καλά, μάθαμε πολλά χρήσιμα πράγματα και κάναμε πολλές βόλτες με εκείνη την μακρόστενη βάρκα, που ήταν αραγμένη κάτω από το μεγάλο Βιντς, που έμενε σ’ εκείνη τη γωνιά παρατημένο για πολλά χρόνια μετά το χτίσιμο του λιμανιού.
Μέσα σ’ αυτούς τους δύο μήνες συνέπεσε και ο έρανος της Φρειδερίκης. Τη φωτιά για τη συμμετοχή μας στον έρανο μας την άναψε ο Διευθυντής του Σχολείου μας, μ’ ένα πατριωτικό λόγο για τη σπουδαία Βασίλισσά μας και το θεάρεστο έργο της.
Ένας πύρινος λόγος ενάντια στους «Εαμοκομουνιστές-Κατσαπλιάδες», που βγήκαν στα βουνά και πολεμούν την πατρίδα μας και την υπέροχη Βασίλισσά μας, τη Φρειδερίκη μας, που προσπαθεί να βοηθήσει τα παλικάρια μας, στέλνοντάς τους φανέλες για να αντιμετωπίσουν το κρύο.
Αυτά μας είπε ο διευθυντής μας και κατέληξε «Πρέπει όλοι να δώσουμε ότι μπορούμε σ’ αυτήν την άγια προσπάθεια της Βασίλισσας μας, της Παναγιάς μας, όπως είπε συγκινημένος, που μας την έστειλε ο Θεός με άλλο πρόσωπο.
Και τα παιδιά μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτόν τον αγώνα. Υποσχόμαστε όλοι εδώ μια ημέρα δεν θα αγοράσουμε κουλούρι και τα χρήματα για το κουλούρι θα τα δώσουμε για την Φανέλα του Στρατιώτη». Αυτά μας είπε και δακρύσαμε από Εθνικό ενθουσιασμό.
Οι περισσότεροι από εμάς λεφτά για κουλούρι δεν είχαμε και ο Κώστας ο Μέντης βρήκε τη λύση. «Παιδιά θα πάρουμε μέρος στον έρανο» και μας ανέπτυξε το σχέδιό του. Είχε ένα χάρτινο κουτί με σκληρά καπάκια, που τη μια του γωνιά την είχε τρυπήσει ένα ποντίκι.
Πήραμε το κουτί αυτό, ντύσαμε ωραία με μια μπλε κόλλα και τη συγκεκριμένη ημέρα βγήκαμε και εμείς για τον μεγάλο σκοπό. Μπροστά είχαμε τον Στέλιο ντυμένο με τη στολή του Λυκόπουλου και τον ακολουθούσαμε εμείς, τραγουδώντας δυνατά «Τι ζητούν οι Βούλγαροι στην Μακεδονία».
Πήραμε την οδό Κολοκοτρώνη γεμάτη ενθουσιασμό. Ο κόσμος έριχνε στο κουτί μας τον οβολό του και το χαιρόμασταν. Φτάνοντας στην έξοδο της Κολοκοτρώνη από τις Καμάρες, συναντήσαμε μια ομάδα από αυτές που είχαν συγκροτηθεί για να κάνουν τον έρανο.
Εμείς είχαμε βαρεθεί πια, θέλαμε να τα παρατήσουμε. Επιτελέσαμε το μεγάλο μας Εθνικό έργο, ενθουσιαστήκαμε και ενθουσιάσαμε και άλλους μαζέψαμε για τη βασίλισσα μας χρήμα, εμείς τελειώσαμε, ας συνεχίσουν οι άλλοι οι διορισμένοι.
Πήγαμε στην επικεφαλής της ομάδας και της είπαμε ποιοι ήμασταν και τι κάναμε. Ξαφνιάστηκε! Μας κοίταξε με φόβο στην αρχή, μετά με απαξίωση και σιχασιά και μας είπε, «Α! Εσείς είστε λοιπόν που κάνετε τον παράνομο έραν!
Σας ψάχνει ολόκληρη η Αστυνομία της Καβάλας, άντε να δούμε πώς θα καθαρίσετε». Τρομοκρατηθήκαμε! Παρακαλέσαμε την κυρία να πάρει το κουτί με τα χρήματα, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν πήραμε ούτε μια δεκάρα από μέσα.
Ήταν ανένδοτη, στην Ασφάλεια να πάτε να το παραδώσετε, αυτοί σας ψάχνουν, μας είπε. Δε χρειάστηκε να πάμε εμείς, ήρθαν εκείνοι και μας βρήκαν και μας φιλοδώρησαν με μερικές σφαλιάρες και κλωτσιές πρώτα και με απειλές για φυλακές και εξορίες στην συνέχεια.
Όλους μαζί μας οδήγησαν στο Επιμελητήριο, όπου ήταν και η Οργανωτική Επιτροπή του εράνου. Στην πόρτα του Επιμελητηρίου μας περίμενε ένας αξιωματικός της χωροφυλακής, στον οποίον και μας παραδώσανε, λέγοντάς του με στόμφο «Αυτοί είναι οι εγκληματίες».
Εκείνος γέλασε, εμείς όλοι ήμασταν για κλάματα. Τρομοκρατημένοι, φοβισμένοι και ταλαιπωρημένοι απ’ όλη αυτήν την περιπέτεια, περιμέναμε μυξοκλαίγοντας τη μοίρα μας. Χάραγμα ελπίδας ο αξιωματικός, που μας παρέλαβε.
Η όψη του ήταν καλοπροαίρετη και η ομιλία του όχι σκληρή και καταγγελτική, όπως προηγούμενα των χωροφυλάκων. Μας πήγε σε μια μεγάλη αίθουσα στον επάνω όροφο, όπου ήταν μια κυρία ψηλή, με τραχιά, βαριά τσιγαροφωνή.
Ο Αξιωματικός της είπε γελώντας «Υπατία σε τους έφερα, αυτοί είναι». Η κυρία απευθύνθηκε σ’ εμάς με θυμό ,λέγοντας «Εσείς βρε κάνατε τον παράνομο έρανο;». Η απάντησή μας μ’ ένα στόμα «Όχι κυρία, εμείς για την Βασίλισσά μας κάναμε τον έρανο και φέραμε ότι μαζέψαμε».
Πήραν το κουτί μας, είδαν την ποντικοφαγωμένη τρύπα που έριχνε ο κόσμος τα χρήματά του, γέλασαν. Άνοιξαν το κουτί μας και ξαφνιάστηκαν. Τα χρήματα που περιείχε το ήταν αρκετά και μη αναμενόμενα από εκείνους.
Η στάση τους απέναντί μας άλλαξε άρδην. Μας εξήγησαν ποιο ήταν το λάθος μας, μας ευχαρίστησαν για την απόδοσή μας και στο τέλος η κυρία φώναξε έναν υπάλληλο και του είπε με τη βαριά φωνή της «Φάνη, πες κάτω στον Σιάτρα να δώσει στα παιδιά από μια πάστα από μένα». Κάτω ήταν το «Κεντρικόν», το μεγαλύτερο και ωραιότερο Εστιατόριο – Ζαχαροπλαστείο της Καβάλας.
Παναγιώτης Φώτου