Ήλιος κι ανατέλλεις : Κείμενο του Άγγελου Τσανάκα

 Ήλιος κι ανατέλλεις : Κείμενο του Άγγελου Τσανάκα

Το ασβεστοκάμινο του χωριού μου με τις εγκαταστάσεις του ολοτρίγυρά του, βρίσκεται στην άκρη του αρκετά ψηλού λόφου με την βραχώδη κορυφή του, ο οποίος κατηφορίζει με αρκετά μεγάλη κλίση από τις υψηλότερες ακρώρειες του Θεόμορφου Παγγαίου προς τα τενάγη των Φιλίππων. Λίγο πιο πάνω από τον δημόσιο ασφάλτινο δρόμο κάτω στον κάμπο το ασβεστοκάμινο στέκει εκεί χρόνια πολλά, στα ριζά της απόληξης του λόφου με την πετρώδη ασβεστολιθική συμπαγή σύσταση του. Στην κορυφή του λόφου πάνω στα αιώνια βράχια της, δεσπόζουν τα ογκώδη ερείπια του κάστρου του χωριού μου. Του κάστρου του μεγάλου Αλεξάνδρου.

Παλιά, κάπνιζε πολύ η καμινάδα του ασβεστοκάμινου. Από μέρα σε νύχτα. Είχε πολλή δουλειά τότε, και άνθρωποι πολλοί εργάζονταν στην επιχείρηση αυτή. Έβγαζαν οι φαγάνες από τα σπλάχνα του βουνού μεγάλα κομμάτια πέτρες, βράχια ογκώδη, τα κομμάτιαζαν, τα έριχναν στο καμίνι, ψήνονταν και γίνονταν ασβέστης. Μια εύρωστη οικογενειακή επιχείρηση ήταν το ασβεστοκάμινο τα χρόνια εκείνα, μα τώρα, στις μέρες μας, άλλαξαν τα ζητούμενα και μετριάστηκε η δραστηριότητά του.

Το σπίτι της οικογένειας ήταν όμορφο πολύ. Δεν ήταν σαν τα άλλα σπίτια του χωριού. Ένας Γερμανός αρχιτέκτονας το κατασκεύασε. Το μαρτυρούσε άλλωστε και η δίρριχτη κεραμοσκεπή του καθώς και η σοφίτα. Έχει μια ιστορία το σπίτι αυτό – όπως και όλα τα σπίτια άλλωστε -, που όμως δεν είναι της παρούσης. Ίσως στο μέλλον. Έμοιαζε το σπίτι αυτό σαν τα σπίτια που βλέπουμε σε κάποιες παλιές ελληνικές ταινίες, με τους όμορφους κήπους, τα γεμάτα τριανταφυλλιές παρτέρια με τα χαμηλά πεζούλια και τα διαδρομάκια. Γειτόνευε το πατρικό μου με τούτο το ονειρεμένο σπίτι. Ένας μεγάλος δενδροφυτεμένος κήπος με φουντουκιές κερασιές και αχλαδιές τα χώριζε.

Εκεί ζούσε η οικογένεια.

Εκεί και η θεία Όλγα.

Η θεία Όλγα!

Ήταν η αρχηγός της οικογένειας και η ψυχή του σπιτιού η θεία Όλγα όπως εγώ τουλάχιστον την φανταζόμουν και την έβλεπα με τα παιδικά μου μάτια. Δεν ήταν θεία μου κανονική ας πούμε, μα όλες τις κυράδες του χωριού, θείες τις αποκαλούσαμε τα χρόνια εκείνα, κι ήταν όμορφο πολύ αυτό. Και ήταν η θεία Όλγα, ένα από τα πιο οικεία και αγαπημένα πρόσωπα των παιδικών μου χρόνων. Σύζυγος, μητέρα και γιαγιά. Πληθωρικό το παρουσιαστικό της. Το χαμόγελο πάντα στα χείλη της ζωγραφισμένο. Το πρόσωπό της φωτεινό, και τα μάγουλά της κατακόκκινα σαν τα ρόδια του Οκτώβρη. Το γέλιο της κοφτό, κακαριστό και δυνατό, ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου.

Δίπλα στην μεγάλη σιδερένια εξωτερική πόρτα της πίσω αυλής του σπιτιού της, ήταν ένα μικρό καμαράκι κολλητά στο δρόμο. Γεμάτο ασβεστόπετρες. Προς πώληση.

*


Τέτοιες μέρες εκείνα τα χρόνια με έστελνε η μάνα μου στο σπίτι της θείας Όλγας.

Μου έδινε ένα τσουβαλάκι και μια δυο δραχμές, να πάω να αγοράσω ασβέστη.

Γυρνούσα στο σπίτι φορτωμένος στους ώμους μου το τσουβαλάκι, άδειαζε τα κομμάτια τον ασβέστη η μάνα μου μέσα σε ένα τενεκέ, έριχνε νερό και αυτά έβραζαν, χοχλάκιζαν, ζεματούσαν και πετάγονταν ολόγυρα πιτσιλιές καυτό νερό.

“Πρόσεχε”, μου έλεγε η μάνα μου. “Μακριά… μη καείς”.

Έσβηνε ύστερα σιγά σιγά και έλιωνε ο ασβέστης, τον ανακάτευε με ένα ξύλο προσεκτικά η μάνα μου για να μη καεί, και γίνονταν παχύς πολτός.

Ύστερα τον αραίωνε με νερό όσο έπρεπε, γίνονταν άσπρη μπογιά έπαιρνε τη μπατανόβουρτσα, τη βουτούσε μέσα κι ασβέστωνε στην αυλή ολόγυρα, ντουβάρια, πέτρες, δέντρα και κολωνάκια, κι ότι της φαίνονταν πως θα ομόρφυνε το σπιτικό της.

Φώτιζε και μύριζε καθαριότητα ο τόπος όλος γύρω τριγύρω στο σπιτικό μας….

*****


Το πρώτο τραγούδι που μούρχεται στο νου τις μέρες αυτές…. είναι το:

Πάσχα των Ελλήνων

….Ήλιος κι ανατέλλεις

Πάσχα μέγα Πάσχα….

Πάσχα των χριστιανών.

*****


Το ασβεστοκάμινο είναι ακόμα εκεί…. όχι όμως όπως παλιά αλλά…..σιγοκαίει, και ένας ακοίμητος φρουρός του στέκει ακόμα εκεί…..στις επάλξεις….

Το σπίτι της θείας Όλγας απλώς υπάρχει…..

Έσβησε η παλιά του ομορφιά και η ζωή….δεν έχει πια ψυχή…..μονάχα μνήμες.

Άγρια χόρτα έπνιξαν τον κήπο…..

Έφυγαν και “έφυγαν” οι άνθρωποί του…

Η θεία Όλγα όμως μου φαίνεται πως ακόμα τριγυρίζει γύρω εκεί, στις αυλές και στα χαγιάτια, βλέπω το χαμόγελό της να πλανιέται στον αέρα….και ακούω ακόμα και το κοφτό το κελαριστό το γέλιο της από της φύσης τα ηχεία…

Την βλέπω….

Με βλέπω….

Και τη μάνα μου βλέπω να ανεβαίνει τον ανήφορο κρατώντας στα χέρια της τα βάγια…..

 

Πέμπτη, εννιά Απριλίου του 2020

Προσμένοντας την Κυριακή των Βαΐων

Διαβάστε επίσης