Ψοφόκρυο, η υγρασία μου πιρουνιάζει τα κόκαλα. Σηκώνω το γιακά, το σακάκι μου, λεπτό, ανοιξιάτικο, σαν να μην το φοράω. Τα πάνινα παπούτσια μου νότισαν, το νιώθω στις κάλτσες. Ανυπομονώ να φτάσω στο χειμερινό μου κατάλυμα. Μένω δίπλα σε πολυκατάστημα, ακριβώς πάνω στη σχάρα του ζεστού αέρα. Στο δρόμο μου, παρέα καλοντυμένων ανθρώπων. Περπατάνε αυτάρεσκα. Συζητάνε φωναχτά για μπίζνες. Με βλέπουν, λοξοδρομούν, περνάνε απέναντι. Κάποτε θα ήμουν μαζί τους, θα έκανα τα ίδια. Τώρα, έχω για στρώμα δυο χάρτινες κούτες… Στο καρότσι του σούπερ μάρκετ που σέρνω, όλη μου η περιουσία, υπνόσακος και δύο κουβέρτες. Με γρήγορες κινήσεις στήνω την κρεβατοκάμαρά μου… Βγάζω παπούτσια και κάλτσες, χώνομαι στο σάκο, κατεβάζω τον σκούφο ως τα μάτια. Ο ύπνος μου βαθύς.
Με τα ίδια ρούχα κοιμάμαι και ξυπνάω. Κάποιοι με λυπούνται, δεν το βαστάνε να με βλέπουν να ζω σαν σκύλος… Μου δίνουν χρήματα, ευγενικά τα γυρίζω πίσω.
Δεν καταλαβαίνουν πόσο τυχερός είμαι, εδώ είναι ήσυχα, ζεστά, θα βγει εύκολα ο χειμώνας. Τα βράδια μπορώ και ακούω την καρδιά της πόλης… Το παγκάκι απέναντι μου εξομολογητήριο, περνάνε πολλοί, άλλοι πικραμένοι, άλλοι απογοητευμένοι, πραγματικά ράκη. Μονολογούν, νομίζουν πως κοιμάμαι, δεν δίνουν σημασία, όμως ακούω… Κάποιοι μάλιστα κλαίνε, τυραννιούνται από τύψεις, είναι εδώ κάθε βράδυ, τους λυπάμαι αυτούς. Προχθές, κάποιος μεθυσμένος είδε που τακτοποιούσα τις κουβέρτες, τρεκλίζοντας ήρθε προς το μέρος μου, «Μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις» είπε και κάθισε δίπλα μου. Έλεγε, έλεγε, έλεγε…, και τι δεν είπε, για τη ζωή που τον προσπέρασε, για τα όνειρα που άφησε στη μέση, για την κατάντια του να ζει τη ζωή του σαν κάποιος άλλος, σαν κάποιος ξένος… Πως με ζηλεύει, πως θα ‘θελε να ζήσει όπως εγώ.
Ξημέρωσε, ώρα να μαζέψω το κρεβάτι, δεν θέλω να με βρουν ξαπλωμένο οι περαστικοί. Τους κακοφαίνεται που δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Με κοιτάνε καχύποπτα, θυμωμένα, κάποιοι με βρίζουν μέσ’ απ’ τα δόντια τους − σαν συριγμός φιδιού ακούγεται, «Χαραμοφάη», «Τεμπέλη», «Κοπρόσκυλο»…
Ανάμεσα τους και ο προχθεσινός μεθυσμένος…
Τους κάνω τη χάρη, προσποιούμαι το ανθρώπινο ναυάγιο…
Τα πρωινά είμαι ο άστεγος, τα πράγματα επανέρχονται στην κανονικότητα τους…