• 19 Απριλίου 2024,

Να φέρουμε τα χρήματα στο σπίτι, να φέρουμε όλους πίσω στο σπίτι

 Να φέρουμε τα χρήματα στο σπίτι, να φέρουμε όλους πίσω στο σπίτι

Corrado Alunni για το χαμόγελο των ματιών σου

Σε δικαστικό επίπεδο, έχω κατηγορηθεί για δεκάδες και δεκάδες ληστείες τραπεζών. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσες. Σε εκείνες τις επιχειρήσεις δεν δοκίμασα ποτέ την ένοπλη αναμέτρηση και ευτυχώς δεν έριξα ούτε μια βολή.

Στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα κανένας από εμάς, εννοώ κανένας αγωνιστής από τις ένοπλες οργανώσεις, δεν είχε εμπειρία ως ληστής. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τις ληστείες γιατί δεν είχαμε σκοπό να χρηματοδοτηθούμε από καμία εξωτερική πραγματικότητα. Εφόσον δεν ήμασταν ειδικοί, όλη η οργάνωση ήταν επικεντρωμένη σε αυτό το καθήκον. Δεν υπήρχε κριτήριο επιλογής ατόμων. Θεωρητικά, ο καθένας μπορούσε και έπρεπε να ασκεί αυτή την πρακτική. Η ληστεία δεν ήταν ο κύριος στόχος της οργάνωσης, αλλά ήταν απαραίτητη γιατί επέτρεπε ουσιαστικά την επιβίωσή της. Για μια δομή σαν τη δική μας, που γεννήθηκε με βάση τη θεωρητική-στρατηγική αρχή της παρανομίας, δεν υπήρχαν εναλλακτικές: τα χρήματα έπρεπε να πάμε να τα πάρουμε από εκεί που βρίσκονταν, δηλαδή στην τράπεζα.

Από εδώ όμως προέκυπτε το πρόβλημα της επινόησης ενός τρόπου, μιας μεθόδου με την οποία όλοι μπορούσαν δυνητικά να κάνουν ληστείες. Όπως και με τις υπόλοιπες πολιτικές πρακτικές, όλοι έπρεπε να μπορούν να κάνουν τα πάντα για να αποφύγουμε τη δημιουργία ειδικοτήτων. Ξεκινώντας από το μηδέν, βρεθήκαμε λοιπόν αντιμέτωποι με την ανάγκη να σχεδιάσουμε ληστείες που να μπορούν να τις κάνουν όλοι για πρώτη φορά.

Το ζήτημα ήταν να σκεφτούμε με όρους να φέρουμε τα χρήματα στο σπίτι και να φέρουμε στο σπίτι και τον κόσμο, να αποκτήσουμε λιγάκι επιστημονικό τρόπο ώστε να πετύχουμε αυτό τον στόχο. Το μέλημά μας ήταν να μην χάσουμε αγωνιστές. Δεν μας ενδιέφερε το πιθανό πρόβλημα να πρέπει να διεκδικήσουμε το γεγονός πως ως πολιτική οργάνωση κάναμε ληστείες τραπεζών για να χρηματοδοτηθούμε, δεν δίναμε δεκάρα να διεκδικήσουμε τη συγκεκριμένη ληστεία. Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί ήταν να χάσουμε έναν μαχητή σε μια ενέργεια που στόχευε στη χρηματοδότηση, οπότε αυτό που ανησυχούσαμε περισσότερο ήταν να έχουμε το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ασφάλειας. Όσο πιο σχολαστική ήταν η προετοιμασία, τόσο μειώνονταν ο κίνδυνος ένοπλης σύγκρουσης. Από εδώ αναπτύχθηκε μια μέθοδος που ξεκίνησε από την επιμελητεία, δηλαδή η δράση σχεδιάζονταν σύμφωνα με μια αρχή οικειοποίησης του εδάφους ως προς τη λεπτομερή γνώση των χαρακτηριστικών του. Γνωρίζοντας το σενάριο μέσα στο οποίο ελάμβανε χώρα η δράση. Κυρίως ήταν θέμα επίθεσης σε επαρχιακές τράπεζες που δεν ήταν ιδιαίτερα στρατιωτικοποιημένες. Με λίγα λόγια, εύκολοι στόχοι. Ο σχεδιασμός της οδού διαφυγής και των πιθανών εναλλακτικών της ήταν επίσης πολύ σχολαστικός.

Οι επιχειρησιακοί πυρήνες αποτελούνταν τόσο από αυτούς που βρίσκονταν στην πρώτη τους δράση όσο και από κάποιους που στο μεταξύ είχαν συσσωρεύσει εμπειρία. Τη ληστεία τράπεζας λοιπόν βλέπαμε ως προπαρασκευαστική ενέργεια σε
οποιαδήποτε μελλοντική δράση, ακόμη και αν δεν είναι απαραίτητα χρηματοδότησης. Με λίγα λόγια, ήταν μια από τις μορφές στρατιωτικής εκπαίδευσης. Φυσικά είναι διαφορετικό να λάβουμε υπόψη την περίπτωση να πέσουμε σε μια ληστεία παρά σε μια πολιτική ενέργεια. Ψυχολογικά, άλλο είναι να πας και να δώσεις μερικές κλωτσιές σε κάποιον που έχει κοινωνικά αναγνωριστεί ως ένα σκατό μέσα στις ταξικές σχέσεις και άλλο είναι να πας να πάρεις τα λεφτά. Στόχος είναι να πραγματοποιηθεί η ληστεία χωρίς να βλάψει κανέναν. Προσπαθήσαμε να μην χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα και να φύγουμε με τα χρήματα όσο πιο καθαρά γινόταν και, το σημαντικότερο, με όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες. Πάντα εμμένω σε αυτό τον τρόπο μεθόδου ακόμα και στην εξέλιξη των πραγμάτων με τα χρόνια.

Το όριο αυτών των λίγο στρατιωτικοποιημένων στόχων και των επιφυλάξεων μας ήταν ότι παίρναμε λίγα χρήματα. Και παίρνοντας λίγα χρήματα έπρεπε να πολλαπλασιαστούν οι ληστείες. Αυτό οδηγούσε σε μια μεγάλη επένδυση χρόνου αφιερωμένου μόνο σε αυτή την πρακτική, εις βάρος των περισσότερο πολιτικο-επαναστατικών σκοπών της οργάνωσης. Κάποια στιγμή λοιπόν προέκυψε το πρόβλημα να βγούμε από αυτόν τον μηχανισμό και να φανταστούμε πιο ουσιαστικές ληστείες που θα έλυναν το πρόβλημα της χρηματοδότησης για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Αυτό σήμαινε αύξηση του κινδύνου. Προχωρήσαμε λοιπόν στην εξέταση των λεγόμενων στρατηγικών απαλλοτριώσεων. Το να αντιμετωπίσεις έναν οπλισμένο φρουρό, μπορεί να χρειαστεί να τον βγάλεις από την μέση. Ως εκ τούτου, σε αυτό το πλαίσιο, η αρχή των μαζικών ληστειών δεν ίσχυε πλέον και έπρεπε να βασιστούμε σε συντρόφους που, με την εμπειρία τους, μπορούσαν να εγγυηθούν καλύτερα το αποτέλεσμα της επιχείρησης.

Οι ανάγκες ενός παράνομου είναι πρωτίστως να έχει σπίτι, να τρώει, να μετακινείται. Όσο περισσότεροι είναι οι παράνομοι, τόσο αυξάνεται η ανάγκη για τον προϋπολογισμό. Όσο περισσότερο η οργανωτική δομή είναι μυστική, παράνομη, τόσο μεγαλύτερη είναι η απαίτηση. Μάλιστα, στην τελική φάση, όταν η καταστολή είχε επιβάλει μια μαζική παρανομία, οι οργανώσεις έπρεπε να αφιερώσουν τον περισσότερο χρόνο τους για να ληστεύουν τράπεζες ή σε κάθε περίπτωση να πραγματοποιούν ένοπλες απαλλοτριώσεις διαφόρων ειδών. Το ποσό των ληστειών τραπεζών που πραγματοποιήθηκαν από τις μαχόμενες οργανώσεις δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά είναι σίγουρα σε εκατοντάδες και το ποσό των χρημάτων που ληστεύτηκε είναι δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια λιρέτες από τότε.

Τώρα τα συστήματα στρατιωτικοποίησης και ασφάλειας εντός των τραπεζών και της γύρω περιοχής έχουν αυξηθεί πολύ, καθιστώντας την πρακτική της ληστείας πιο επικίνδυνη από πριν και προκαλώντας το νέο φαινόμενο της πληροφορικής κλοπής. Εκείνα τα χρόνια οι ροές χρήματος εξακολουθούσαν να είναι κυρίως αυτές της ρευστότητας, του χαρτονομίσματος, σε αντίθεση με τώρα που το χρήμα είναι πάνω απ’ όλα εικονικό. Είναι επίσης απαραίτητο να καταρριφθεί ο μύθος των «basisti», δηλαδή των ανθρώπων μέσα στην τράπεζα που παρείχαν χρήσιμες πληροφορίες για τη διεξαγωγή των ληστειών: σίγουρα συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά δεν ήταν απολύτως ο κανόνας. Οι basisti ίσως αφθονούσαν περισσότερο στις ληστείες που πραγματοποιούσαν συμμορίες του υποκόσμου, αυτές που στην ορολογία ονομάζονταν «batterie». Οι ληστείες που έκαναν οι πολιτικοί ξεκινούσαν από την προϋπόθεση της εδαφικής γνώσης.

Μερικές φορές όμως έτυχε να ξεκινάν από το αντίθετο: εντοπίζονταν άγνωστες περιοχές που όμως ήταν γνωστό ότι ήταν πλούσιες. Αποκτούσαμε λεπτομερείς στρατιωτικούς χάρτες, ελεύθερους προς πώληση, της συγκεκριμένης περιοχής και μελετούσαμε δρόμους και μονοπάτια για οδούς διαφυγής. Στη συνέχεια πρακτικά προχωρούσαμε στην αναγνώριση της περιοχής και της στοχευμένης τράπεζας. Μπαίναμε με οποιοδήποτε πρόσχημα, όπως το να αλλάξουμε ένα μεγάλο τραπεζογραμμάτιο σε μικρότερα κομμάτια, και κοιτούσατε γύρω συγκεντρώνοντας πληροφορίες. Το κύριο πρόβλημα δεν ήταν η ίδια η ληστεία αλλά η οδός διαφυγής, δηλαδή το πώς θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε και να αποφύγουμε τις μάχες φωτιάς. Το πρόγραμμα της οδού διαφυγής έπρεπε λοιπόν να εξετάζει και πιθανές εναλλακτικές λύσεις, σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν απρόβλεπτα γεγονότα. Υπό αυτή την έννοια, η παρουσία επιμελητείας στην περιοχή ήταν θεμελιώδους σημασίας, όπως σπίτια συντρόφων ή απλών φίλων κ.λπ. Γενικά ο χρόνος της προετοιμασίας ήταν κατά μέσο όρο δεκαπέντε ημέρες.

Για την επιτυχία της επιχείρησης, μια θεμελιώδης και στρατηγική λειτουργία ήταν αυτή του ατόμου (σπανιότερα ήταν δύο) που έπαιζε το ρόλο της κάλυψης έξω από την τράπεζα κατά τη διάρκεια της ληστείας. Γενικότερα ήταν το ίδιο άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο, το οποίο έπρεπε να είναι έτοιμο να επέμβει με ένα μακρύ όπλο, συνήθως καραμπίνα ή λουπάρα. Η ιεραρχική λειτουργία ήταν εκεί και βασιζόταν στο κριτήριο της συσσωρευμένης εμπειρίας, όπως σε κάθε πολεμική επιχείρηση. Με την επιστροφή στο σπίτι με τα χρήματα, το τελετουργικό ήταν ένα πάρτι, δείπνο, το οποίο είχε πολύ περιορισμένο χρηματικό αντίκτυπο. Αυτό που γιορτάζονταν πάνω από όλα ήταν το γεγονός ότι ήμασταν όλοι μαζί, σώοι και αβλαβείς.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος    machina deriveapprodi     αέναη κίνηση

Διαβάστε επίσης