Ο μίτος: Κείμενο του Τάσου Βιζικίδη

 Ο μίτος: Κείμενο του Τάσου Βιζικίδη

Είχε γίνει εμμονή στον Αλέξη η ιδέα να καταφέρει να προσδιορίσει τη στιγμή που ο άνθρωπος γνώρισε τον εαυτό του.

Τη στιγμή που κατάλαβε πως το είδωλο που καθρεφτιζόταν στο νερό που έπινε ήταν αυτός ο ίδιος.

Γνώριζε πως υπάρχει μια φυλή στον Αμαζόνιο που δεν έχει έρθει ακόμη σε επαφή με τον έξω κόσμο. Φευγαλέες μόνο εικόνες μαρτυρούσαν την παρουσία της. Πίστευε πως  εκεί θα έβρισκε τις απαντήσεις που ήθελε. Δεν ήταν όμως εύκολο να την προσεγγίσει. Όχι μόνο προστατευόταν αλλά παρέμενε και καλά κρυμμένη στη ζούγκλα.

Απαγορευόταν η οποιαδήποτε επαφή μαζί της. Τα μέλη της φυλής δεν είχαν ανοσία ούτε στο απλό κρυολόγημα του έξω κόσμου. Μια ίωση θα σήμαινε τον αφανισμό τους. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις προθέσεις αυτών που τους πλησίαζαν.

Αδυνατούσαν να ξεχωρίσουν το καλό και το κακό όπως ο σύγχρονος άνθρωπος τα εννοούσε. Ο κόσμος τους ήταν διαφορετικός. Ζούσαν σε άλλους καιρούς.

Σε μια δική τους πραγματικότητα. Δεν ήξερε πώς θα τον αντιμετώπιζαν σε μια πιθανή συνάντηση. Ήταν όμως αποφασισμένος, θα έπαιρνε το ρίσκο να κάνει το ταξίδι αυτό όπως και να ‘χει. Θεωρούσε πως η ζούγκλα ήταν μια χρονοκάψουλα που τον περίμενε.

Η ιδέα αυτή μονοπωλούσε τη σκέψη του. Είχε παθιαστεί. Ένας τεράστιος χάρτης της περιοχής κάλυπτε τον τοίχο του δωματίου του. Πάνω του είχε σημειώσεις, σύμβολα, χαραγμένες πορείες σύντομων διαδρομών.

Πολύχρωμες πινέζες ήταν καρφιτσωμένες πάνω στα χωριά της διαδρομής. Είδε αμέτρητες φορές στην οθόνη του υπολογιστή δορυφορικές εικόνες της περιοχής. Ζήτησε επανειλημμένα βοήθεια από ερευνητικές ομάδες για να πραγματοποιήσει το παράτολμο σχέδιο του. Ζούσε για αυτό το ταξίδι. Η στιγμή που περίμενε ήρθε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Του απάντησε η ομάδα των ερευνητών που είχε ανακαλύψει την ύπαρξη της φυλής.

Ήταν αυτοί που βρήκαν τη ρωγμή στη χρονοκάψουλα και έφεραν σε επαφή τους δυο κόσμους. Το μέλλον ανακάλυπτε το παρελθόν.

Βρέθηκαν για να συζητήσουν το σχέδιο του. Του μίλησαν για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε καθώς ήθελε να κάνει το ταξίδι αυτό μόνος του. Του εξήγησαν πως έπρεπε να περπατήσει μια μεγάλη απόσταση πυκνής ζούγκλας ως το σημείο όπου απαγορευόταν η πρόσβαση.

Εκεί θα έπρεπε να αποφύγει τους βιχιλάντες που επιτηρούσαν την περιοχή. Αφού περνούσε από αυτούς θα έπρεπε να είναι προσεκτικός με τους  ανθρώπους της φυλής όταν και αν θα τους συναντούσε.

Η επαφή μαζί τους ήταν κάτι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο. Ο Αλέξης τα γνώριζε όλα αυτά. Δεν τον πτοούσε όμως καμιά δυσκολία, κανένας κίνδυνος. Τώρα που είχε φτάσει τόσο κοντά στο να πραγματοποιήσει το ταξίδι δεν θα έκανε πίσω. Θα το σχεδίαζαν μαζί.

Πρώτα απ΄ όλα απέκλεισαν την περίπτωση να ανέβει το ποτάμι στην περίοδο των πλημμυρών. Χάραξαν στον χάρτη την διαδρομή που θα ακολουθούσε με τη βάρκα. Εφτά μέρες θα χρειαζόταν για να φτάσει στην περιοχή που ήθελε.

Την έκτη θα έμπαινε σε παραπόταμο του Aμαζονίου. Γνώριζαν ένα σημείο που ήταν κοντά στα μέρη της φυλής που τον ενδιέφερε και δεν φυλασσόταν καλά. Σημείωσαν τα παραποτάμια χωριά στα οποία θα διανυκτέρευε.

Υπολόγισαν τις προμήθειες που θα χρειαστεί. Σε είκοσι μέρες θα βρισκόταν για να τον γυρίσουν πίσω. Δεν θα μπορούσε να κατέβει το ποτάμι μόνος του μετά από μια τέτοια εξαντλητική περιπέτεια. Η ομάδα θα ήταν πέντε μέρες νωρίτερα στο σημείο συνάντησης σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά.

Έλαβαν υπόψη και την παραμικρή λεπτομέρεια. Συμφώνησαν, θα βρισκόταν σε έναν μήνα. Τόσο χρόνο χρειαζόταν για να συγκεντρώσει  προμήθειες, να βρει την κατάλληλη βάρκα και η ομάδα να πάρει τις σχετικές άδειες για να ανέβει το ποτάμι.

Πέρασαν γρήγορα οι μέρες. Βρέθηκαν στο σημείο συνάντησης. Μια μεγάλη παραποτάμια πόλη στη μέση περίπου του Αμαζονίου. Εκεί παρέλαβε από την ομάδα τα έγγραφα που χρειαζόταν για το ταξίδι.

Ήρθε ο καιρός λοιπόν, ανάντη στο ποτάμι η βάρκα του. Αυτό που αντίκριζε ήταν μια γνώριμη εικόνα. Δεν διέφερε σε τίποτα από άλλες γωνιές του σύγχρονου κόσμου. Έβλεπε να ανεβοκατεβαίνουν το ποτάμι κανό με θορυβώδεις μηχανές.

Ιθαγενείς με ρολόι στο χέρι και γυαλιά ηλίου τον χαιρετούσαν. Φανέλες με στάμπες του δυτικού πολιτισμού κάλυπταν τα κορμιά τους. Παραποτάμια χωριά με κεραίες τηλεφωνίας και αναμεταδότες να έχουν πάρει τη θέση των δέντρων.

Οι ξύλινες καλύβες είχαν αντικατασταθεί από τούβλα και λαμαρίνες. Απλωμένα ρούχα που στέγνωναν στον ήλιο μαρτυρούσαν την υποταγή τους στην ηθική του σύγχρονου ανθρώπου. Πλαστικά απορρίμματα πεταμένα στις όχθες φάνταζαν ως μέρος του φυσικού τοπίου. Δεν άκουγε τίποτα άλλο παρά θόρυβο. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρά την αντιγραφή ενός άλλου τρόπου ζωής.

Όσο ανέβαινε το ποτάμι τόσο πιο σπάνιες γίνονταν οι ανθρώπινες παρουσίες. Λιγόστευαν και τα παραποτάμια χωριά. Καταλάβαινε πως υπάρχει κάποιος οικισμός από τα κανό που ήταν τραβηγμένα στην όχθη. Οι άνθρωποι εκεί ήταν ντροπαλοί κρύβονταν πριν ακόμα τους πλησιάσει η βάρκα.

Είχαν διαφορετική συμπεριφορά από τους άλλους που ζούσαν πιο κάτω στο ποτάμι. Όσους μπόρεσε να δει ήταν σχεδόν γυμνοί, τα πρόσωπα και τα σώματα τους ήταν βαμμένα, κρατούσαν τόξα και ακόντια στα χέρια τους.

Την έκτη και την έβδομη μέρα ταξίδευε στον παραπόταμο. Δεξιά και αριστερά στις όχθες ορθωνόταν πράσινα τείχη. Τα δέντρα έγερναν και ακουμπούσαν στο νερό. Δάσος και ποτάμι γίνονταν ένα. Δεν φαινόταν καν οι όχθες.

Ήταν σαν το δάσος να επιπλέει στο νερό. Σε όλη τη διαδρομή δεν είδε κανένα σημάδι που να φανερώνει πως υπάρχει ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή. Δεν είδε ούτε ένα κανό στο ποτάμι. Ο μόνος θόρυβος ήταν αυτός της ησυχίας. Μιας ησυχίας αλλιώτικης που του θύμιζε την ηρεμία πριν την καταιγίδα.

Έφτασε στο σημείο. Μια αμμουδιά μερικών μέτρων ήταν το μοναδικό μέρος από όπου μπορούσε να ξεκινήσει την αναζήτηση του. Με τις αισθήσεις του όλες σε εγρήγορση χώθηκε στην ζούγκλα.

Με το που μπήκε στη χρονοκάψουλα ένιωσε άβολα. Ήταν τόσο πυκνή η βλάστηση που έκρυβε τον ήλιο. Κάποιες ακτίνες του κατάφερναν πού και πού να τρυπήσουν τον θόλο που δημιουργούσαν με τα κλαδιά και τα φυλλώματα τους τα πανύψηλα δέντρα.

Το φως με δυσκολία έφτανε στο έδαφος. Άνοιγε δρόμο στο μισοσκόταδο, σχεδόν στα τυφλά. Η υγρασία και η ζέστη έκαναν το μέρος αποπνικτικό. Δυσκολευόταν να ανασάνει. Στο λιγοστό φως τον ξεγελούσε η όραση του.

Νόμιζε πως έβλεπε κάτι, κάποιον να κρύβεται πίσω από τα δέντρα. Ίσως να τον είχαν εντοπίσει οι βιχιλάντες. Ο φόβος και η αγωνία άρχισαν να τον κυριεύουν. Κάθε του βήμα βούλιαζε στη λάσπη, με δυσκολία έκανε το επόμενο.

Έσταζε ιδρώτα κάθε μέρος του σώματος του. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω του. Ποτισμένος από την αδρεναλίνη δεν σταμάτησε να κόβει και να προχωράει, να κόβει και να προχωράει. Σταμάτησε μετά από ώρες όταν πάτησε πια σε στεγνό έδαφος. Καθάρισε βιαστικά το μέρος και έστησε τη σκηνή.

Προσπάθησε να ανάψει φωτιά. Η υγρασία της ζούγκλας, ο ιδρώτας που έσταζε από κάθε του πόρο τον δυσκόλευαν στο να κρατήσει στεγνά τα προσανάμματα. Του πήρε αρκετή ώρα. Τελικά τα κατάφερε.

Δεν μπόρεσε όμως να ξεκουραστεί. Στο αντιφέγγισμα της φωτιάς είδε κάτι. Μια φιγούρα παράξενη να περνάει ανάμεσα στα δέντρα. Τα πεσμένα φύλλα στροβιλίστηκαν λίγα μέτρα μακριά του.

Μια δυσοσμία ανυπόφορη έφτασε στα ρουθούνια του. Ανασηκώθηκε. Ξαφνικά οι φιγούρες έγιναν περισσότερες ξεγλιστρούσαν στο σκοτάδι και κάθε τόσο τον τρόμαζαν παίρνοντας περίεργες μορφές, αλλόκοτες. Άρπαξε ένα δαδί από την φωτιά και κουνώντας το δεξιά-αριστερά προσπαθούσε να τις κρατήσει μακριά του.

Ήταν τόσο τρομοκρατημένος που άρχισε να πετάει στις σκιές ότι έβρισκε. Χωρίς να το καταλάβει πέταξε και την πυξίδα του. Βλέποντας πως δεν μπορεί με αυτόν τον τρόπο να τις διώξει άρχισε να φωνάζει.

Μάταιος κόπος.

Η φωτιά έσβησε του έμεινε μόνο η δάδα που κρατούσε. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Έπρεπε να γυρίσει πίσω στο ποτάμι. Με τη ματσέτα στο ένα χέρι και με τη δάδα στο άλλο ακολούθησε σχεδόν τρέχοντας το μονοπάτι που είχε χαράξει. Άκουγε κλαδιά να σπάνε πίσω του.

Παράξενοι ήχοι έφταναν στα αυτιά του. Οι θάμνοι σείονταν δίπλα του τρομάζοντας τον ακόμη περισσότερο. Σίγουρα τον ακολουθούσαν.

Ένιωθε σαν θήραμα που το οδηγούν σε παγίδα. Κινδύνευε. Στην αγωνία του να γυρίσει στο ποτάμι πήρε λάθος κατεύθυνση. Δεν το κατάλαβε. Έμπαινε όλο και πιο βαθιά στη ζούγκλα. Λιάνες και αγκαθωτοί θάμνοι του έφραζαν κάθε λίγο τον δρόμο.

Στο λιγοστό φως της δάδας είδε μια μορφή να κινείται. Σήκωσε την ματσέτα για να την εξουδετερώσει ένιωσε κάποιον, κάτι από πίσω να του τραβάει τα ρούχα. Πανικοβλήθηκε, νόμισε πως είχε πέσει σε παγίδα.

Δίχως να κοιτάξει πίσω, τράβηξε με μανία ξεσκίζοντας τα ρούχα του. Το κορμί του πληγώθηκε άσχημα από τα αγκάθια. Έσβησε και η δάδα. Γυμνός με τη ματσέτα στο χέρι, παραπατώντας στο μισοσκόταδο προσπαθούσε να βρει διέξοδο σ΄ αυτόν τον εφιάλτη που ζούσε. Δεν υπήρχε ορίζοντας.

Μια σκουροπράσινη κουρτίνα είχε κρεμάσει η ζούγκλα γύρω του. Ο φόβος του, έγινε τρόμος.

Ώρες προσπαθούσε να ξεφύγει από το σφιχταγκάλιασμα της ζούγκλας. Αλλόφρων δεν σταμάτησε να ανεβοκατεβάζει τη ματσέτα προσπαθώντας να βρει δρόμο για το ποτάμι. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν δυνατά. Άκουσε νερό να κυλάει κάπου στο βάθος. Άλλαξε κατεύθυνση.

Ακολούθησε τον ήχο. Με δυσκολία πια άνοιγε δρόμο στη ζούγκλα. Δεν μπορούσε να σηκώσει τη ματσέτα πάνω από το ύψος του στήθους. Ο τρόμος και το άγχος του ρούφηξαν και την τελευταία σταγόνα ενέργειας. Το κορμί του αφυδατωμένο, ξεσκισμένο από τα αγκάθια των θάμνων αιμορραγούσε.

Το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης ήταν το μόνο που τον κρατούσε ακόμη όρθιο. Το βρήκε το ποτάμι, κατέρρευσε. Αποκαμωμένος ακούμπησε στο κορμό ενός δέντρου.

Άνοιξε τα μάτια του σε θάλαμο νοσοκομείου. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως βρέθηκε εκεί. Η τελευταία εικόνα που έχει στο μυαλό του είναι αυτή που κλειδώνει την πόρτα του δωματίου του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν θυμόταν τίποτα.

Τον άκουγαν που βημάτιζε πάνω-κάτω, πάνω-κάτω μιλώντας δυνατά σαν να μάλωνε με κάποιον. Μετακινούσε συνέχεια τα έπιπλα. Ένας κρότος ακούστηκε, έσπασε τα τζάμια.

Κάθε τόσο χτυπούσε τους τοίχους φωνάζοντας πως έχει περικυκλωθεί από τρομακτικές μορφές. Οι δικοί του άνθρωποι πίσω από την πόρτα παρακαλούσαν να τους ανοίξει. Οι απαντήσεις του ασυνάρτητες. Τους έλεγε για κάποιο ταξίδι στην ζούγκλα.

Για μια φυλή που έψαχνε να βρει. Μιλούσε για κάποιες σκιές που τον κυνηγάνε. Για το ποτάμι που έπρεπε να βρει. Ξαφνικά σταμάτησαν όλα. Φοβήθηκαν για το χειρότερο. Έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα.

Στο δωμάτιο είχαν μείνει το κρεββάτι, το γραφείο και η ντουλάπα. Τα είχε συγκεντρώσει σαν να ήθελε να κρυφτεί πίσω απ΄ αυτά. Αποκαΐδια στην μέση του δωματίου μαρτυρούσαν πως προσπάθησε να ανάψει φωτιά.

Κόκκινες κηλίδες πάνω στα σπασμένα τζάμια. Είχε πετάξει από το παράθυρο όλα του τα ρούχα και ό,τι μπορούσε να σηκώσει με τα χέρια του. Δεν ήταν εκεί. Το είχε σκάσει πηδώντας στον ακάλυπτο. Έτρεχε γυμνός στους δρόμους της γειτονιάς. Γνωστοί και φίλοι έτρεχαν και αυτοί ξοπίσω του προσπαθώντας να τον ηρεμήσουν.

Όμως αυτός πάλευε να ξεφύγει από σκιές που τον κυνηγούσαν.

Είχε βίαια ξεσπάσματα. Με έναν χαρτοκόπτη στο χέρι απειλούσε όσους τον πλησίαζαν. Δεν αναγνώριζε τους δικούς του ανθρώπους. Ο κόσμος μέσα στον οποίο είχε μεγαλώσει τώρα φάνταζε στα μάτια του ξένος, εχθρικός. Φωνές τον παρότρυναν να το σκάσει από την παγίδα που του έχουνε στήσει.

Να φύγει μακριά. Να γλυτώσει. Να ξεφύγει. Ένα μαύρο πέπλο σκέπασε τα πάντα γύρω του. Φωνάζοντας, χειρονομώντας και μιλώντας στον αέρα προσπαθούσε να βρει το υποτιθέμενο ποτάμι διαφυγής του. Το αναζητούσε απελπισμένα.

Το βρήκε τελικά.  Όμως η βάρκα που θα τον γυρνούσε πίσω δεν ήταν εκεί.

Ο Αλέξης συχνά μπαινόβγαινε στην ζούγκλα των σκέψεων του πάντα όμως κατάφερνε να βγει. Πάντα έβρισκε τον μίτο που οδηγούσε πίσω στον έξω κόσμο.

Σήμερα όμως δεν τα κατάφερε…

Διαβάστε επίσης