• 29 Μαρτίου 2024,

Ο Μουχάμαντ που ήταν Κάσιους: «Να τσιμπάς σα μέλισσα και… να πετάς σαν πεταλούδα»

 Ο Μουχάμαντ που ήταν Κάσιους: «Να τσιμπάς σα μέλισσα και… να πετάς σαν πεταλούδα»

Ο Gianluca Cicinelli ξεκινά από αυτόν για να στοχαστεί σχετικά με τη βία (ευρέως διαδεδομένη και καταπιεσμένη) και την ανάγκη να επαναστατούμε.

Κάθε τόσο μου ξεφεύγει να τον αποκαλώ Κάσιους Κλέι, όχι λόγω έλλειψης σεβασμού, αλλά επειδή έτσι τον αποκαλούσαν στην οικογένειά μου και στην Ιταλία, [όπως και στην Ελλάδα], στα τέλη της δεκαετίας του 1960 όπου μεγάλωσα, όταν αυτοί που ήταν μαύροι ονομάζονταν «νέγροι».

Ο Muhammad Alì είναι μεγαλύτερος από σύμβολο. Μπορείτε να βρείτε τη ρητορική (ποτέ τόσο δικαιολογημένη) γύρω από τη φιγούρα του να αναπτύσσεται αλλού, για παράδειγμα στην εμβληματική συνέντευξη με τον Gianni Minà. Εδώ ήθελα να μιλήσω για τη μάχη και τη βία.

Γιατί στη ζωή, είτε το θέλεις είτε όχι, είσαι πάντα αναγκασμένος να πολεμάς, να χτυπιέσαι με τις γροθιές σου: με μεταφορικό ή συγκεκριμένο τρόπο σε αμφισβητούν ένας ή περισσότεροι νταήδες, που θέλουν να σου επιβάλλουν τους κανόνες τους, η φυλετική μαφία (συμπεριλαμβανομένων των συντρόφων, δυστυχώς), και συχνά δυσκολεύεσαι να βρεις μια έμπνευση που θα σου επιτρέψει να επιβιώσεις.

Ο Μοχάμεντ Άλι, η φωτογραφία του οποίου επίσης ξεχωρίζει σε πολλά γυμναστήρια πολεμικών τεχνών ως μορφή ακραίου σεβασμού, είναι η σωστή έμπνευση ενάντια στον εκφοβισμό και την απαξίωση μέσα στην κοινωνία.

Στις μικροαστικές οικογένειες, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ιταλικού, [και ελληνικού] μαζικού κομφορμισμού, λέμε σχεδόν πάντα στα παιδιά ότι πρέπει να αποφεύγουν κάθε μορφή βίας. Και αυτό είναι σωστό, για όνομα, αλλά με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι η βία εξαρτάται μόνο από ένα υποκείμενο. Αλλά συμβαίνει καμιά φορά να βρεθούμε περιτριγυρισμένοι από τέσσερις μαλάκες (κάθε τάξης και είδους) που βγήκαν από το σπίτι μόνο για να χτυπήσουν τον πρώτο που θα συναντήσουν στο δρόμο τους. ή ακόμα χειρότερα από τους συνηθισμένους τέσσερις βλαμμένους σε ένα συγκεκριμένο μέρος, το σχολείο είναι ένας προνομιούχο ς τόπος. Καταλήγεις να τις τρως χωρίς να κάνεις τίποτα, συνεχίζοντας συνειδητά ή όχι να υποστηρίζεις την αρχή ότι στην κοινωνία όσοι είναι αδύναμοι πρέπει έτσι κι αλλιώς να υποκύψουν και να υποφέρουν: ως νέοι με τα χέρια, όταν μεγαλώσουν με το σύστημα των νόμων, μικρότερων ή μεγαλύτερων που σε κάνουν να κερδίζεις 3 ευρώ την ώρα για μια δουλειά, και κάτι παραπάνω από τίποτα για την σύνταξη.

Η βία δαιμονοποιείται με ηλίθιο τρόπο, με την παραίτηση, λες και το να μην την κάνεις γνωστή, να μην μιλάς γι’ αυτήν και να μην διδάσκεις στον κόσμο πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό του θα μπορούσε να συμβάλει στην εξάλειψή της. Αλλά η βία είναι το κλειδί του κόσμου στον οποίο ζούμε: σήμερα σε πολύ πιο γλοιώδη ύπουλη και λεπτή μορφή από χθες. Απλώς σκεφτείτε το πορνό εκδίκησης-revenge porn, τον ψηφιακό εκβιασμό, την ακατάσχετη δυσφήμιση μέσω των social media, των κοινωνικών μέσων.

Ξέρω ότι είναι ένα επικίνδυνο σκεπτικό, ειδικά για εκείνες τις γενιές όπου η πολιτική βία έγινε μύθος. Αλλά δεν λύνουμε τα προβλήματα κουνώντας τα από την θέση τους. αντιθέτως, προχωρώντας σαν να μην υπάρχει το πρόβλημα … συμβάλλουμε πολύ στη διάδοση της βίας ως μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Στην κοινωνία του «πολιτικά ορθού», καταδεικνύοντας τη μικροαστική προέλευση αυτής της υποκριτικής οπτικής, αυτός που χτυπά πρώτος χτυπά τρεις φορές: είτε σε χτυπήσει με μια γροθιά είτε με έναν οικονομικό εκβιασμό (βρίσκει έναν άλλον που δέχεται τη δουλειά για 50 σεντ λιγότερα, δουλειά που έτσι κι αλλιώς σιχαίνεσαι). Αφού χρησιμοποιήθηκε βία επάνω σου, εσύ – που είσαι ένα «καθώς πρέπει» άτομο – μαθαίνεις ότι δεν μπορείς να αντιδράσεις με τη βία, αλλά να χρησιμοποιείς το νόμο, δηλαδή να περνάς 10 χρόνια στο δικαστήριο χωρίς μισθό και χωρίς δουλειά.

Δεν προτρέπω κανέναν να ασκεί βία – παρά μόνο για να σώσει το πετσί του – αλλά να εξεγείρεται, ναι. Η υποκριτική απέχθεια της βίας οδηγεί tout court, εκ των πραγμάτων, σε έναν κόσμο που κυριαρχείται αποκλειστικά από τη βία των ισχυρών εναντίον των αδύναμων. Και κανένας «καλός άνθρωπος» δεν πρέπει να το δεχτεί αυτό ως αναπόφευκτο.

Ο Muhammad Alì γεννημένος ακριβώς πριν από 80 χρόνια επαναστάτησε. Πρώτα στη δυσλεξία, μετά στους ρατσιστές νταήδες του Λούισβιλ, τέλος στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και επίσης – δυστυχώς – στη νόσο του Πάρκινσον. Και κέρδισε. Όσο επαναστατούσε, δεν ήταν ένα είδωλο των μέσων ενημέρωσης με πολλούς πιστούς: ήταν ένα (σχεδόν) μοναχικό άτομο, αλλά είχε κάνει μια ακριβή επιλογή τομέα, αγωνιστικού χώρου. Μετά – μόνο μετά – έγινε ένας «ήρωας» των μαζών.

Κανείς δεν ηττάται όσο αγωνίζεται: αυτό μας δίδαξε και είναι το θεμελιώδες μάθημα. Εμείς, οι χαμένοι του εικοστού αιώνα, οι πολίτες δεύτερης κατηγορίας του εικοστού πρώτου αιώνα με βάση την εμφάνιση, τα χρήματα, την επιτυχία και την ταλαιπωρία, την ανοησία: εμείς οι αόρατοι της μαύρης εργασίας, που μένουμε με το στόμα ανοικτό όταν άνθρωποι πεθαίνουν από το κρύο, οι οποίοι είμαστε «ευαίσθητοι» ως προς την κλιματική αλλαγή, δεν πρέπει να σταματήσουμε να μαχόμαστε γιατί έχουμε ήδη ηττηθεί στο παρελθόν. αλλά αντίθετα να διδάσκουμε -σε αυτούς που θα έρθουν – να μάχονται καλύτερα. Η βία δεν καταπολεμάται λέγοντας πως «όχι, δεν πρέπει ποτέ να κατεβαίνεις στο επίπεδό τους», ελπίζοντας ότι δεν θα συμβεί τίποτα σε σένα και στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Πληρώνεις ένα τίμημα, φυσικά. Το να μην συμφωνείς να το πληρώσεις είναι μέρος της προσποιημένης, ψεύτικης παντομίμας καθωσπρεπισμού της μη αποδοχής της βίας.

Ο κόσμος που εγώ αγαπώ και που θα ήθελα να αγαπήσετε κι εσείς είναι όλος κλεισμένος στη γροθιά του ακατόρθωτου εκείνης της μαγικής νύχτας στην Κινσάσα, σε εκείνο τον απλό συνδυασμό ένα δύο ένα δύο με τελικό δεξί, βγαίνοντας από τη γωνία μετά από οκτώ γύρους και 24 πολύ μακρά λεπτά συνεχόμενων χτυπημάτων, τρομερών, θανατηφόρων για οποιονδήποτε, που άρπαξε στο πρόσωπο και το σώμα -αλλά όχι στην ψυχή- από τον μέχρι τότε δυνατότερο άνθρωπος στον κόσμο και αήττητο, βλέποντάς τον να καταρρέει στο έδαφος. Προσοχή στο βίντεο: επέλεξε να μην δώσει ένα τελευταίο χτύπημα ενώ ο άλλος έπεφτε στο έδαφος πλέον ανυπεράσπιστος. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ βίας και εξέγερσης.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Διαβάστε επίσης