Dark Mode Light Mode

«Τα αφεντικά του κόσμου: Πώς τα χρηματοπιστωτικά ταμεία καταστρέφουν την αγορά και τη δημοκρατία»

03/06/2025

Την Παρασκευή 6 ιουνίου στο CSOA Askatasuna στις 7:30 μ.μ., μαζί με τον συγγραφέα Alessandro Volpi, Αλεσάντρο Βόλπι, θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση του βιβλίου «Τα αφεντικά του κόσμου: Πώς τα χρηματοπιστωτικά ταμεία καταστρέφουν την αγορά και τη δημοκρατία» (Laterza, 2024).

Σε συμφωνία με τον συγγραφέα, δημοσιεύουμε την εισαγωγή του βιβλίου.

Χάρτες.

Υπάρχει μια προφανής σύνδεση μεταξύ της ιδέας ότι απαιτείται συνεχής μείωση των φορολογικών εσόδων, ώστε να επιτραπεί στις αγορές να απελευθερώσουν τις σωτήριες δυνάμεις τους, και της απότομης συρρίκνωσης των δημόσιων δαπανών. Χωρίς έσοδα όντως είναι δύσκολο να διατηρηθεί το κοινωνικό Κράτος εκτός αν τα μειωμένα έσοδα αντισταθμιστούν με την προσφυγή στο δημόσιο χρέος, το οποίο, ωστόσο, καθίσταται ολοένα και πιο ακριβό και, στην ιταλική περίπτωση, δύσκολα βιώσιμο υπό τις τρέχουσες συνθήκες. Επομένως, λαμβάνει χώρα μια πολύ γρήγορη μετάβαση, η οποία έχει ήδη συμβεί σε διάφορες καταστάσεις σε όλο τον κόσμο, από τα κοινωνικά μοντέλα Πρόνοιας σε μορφές ιδιωτικοποίησης των βασικών υπηρεσιών, ξεκινώντας από την υγειονομική περίθαλψη, η οποία συνεπάγεται τη μετατροπή των πολιτών σε χρήστες των προϊόντων της παγκόσμιας χρηματοδότησης. Με άλλα λόγια, η εξαφάνιση της δημόσιας διάστασης οδηγεί στην επιβεβαίωση ιδιωτικοποιημένων δομών που χρηματοδοτούνται από τις αποταμιεύσεις των ατόμων, οι οποίες κατευθύνονται προς ολοένα και μεγαλύτερα κεφάλαια που τείνουν να αντικαταστήσουν τα Κράτη. Οι πολίτες, κατ’ αυτό τον τρόπο, μέσω των αποταμιεύσεων καθίστανται οικονομικά υποκείμενα που εμπιστεύονται τη μοίρα τους σε διαχειριστές σε θέση να μονοπωλούν τη διαθέσιμη ρευστότητα. Η «Συμπληρωματική» υγειονομική περίθαλψη και κοινωνική ασφάλιση αποκτούν μια ραγδαία και αυξανόμενη κεντρική θέση σε ένα τέτοιο πανόραμα και τροποποιούν τη φύση των δικαιούχων τους, οι οποίοι πρέπει να παραδοθούν στις «στρατηγικές» των διαχειριστών κεφαλαίων για να εξασφαλίσουν τη δική τους υγεία και σύνταξη.

Αυτό το βιβλίο προσπαθεί να περιγράψει, όσο το δυνατόν πιο καθαρά, ξεκινώντας από την ιταλική περίπτωση για να καταλήξει στη συνέχεια σε μια ευρύτερη προοπτική, το πώς η διάλυση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας-del Welfare, που προκλήθηκε από μειώσεις φόρων και ιδιωτικοποιήσεις, ευνόησε, τα τελευταία είκοσι χρόνια, τη μετατόπιση των πόρων προς τα χρηματοοικονομικά κεφάλαια που τους χρησιμοποίησαν για να καταστούν οι αποφασιστικοί άξονες-i pivot decisivi ολόκληρου του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, εκμεταλλευόμενοι και τις αδυναμίες της ίδιας της πολιτικής, η οποία είναι υπερβολικά τυφλωμένη από τη θρησκεία της αγοράς. Η διάλυση των Κρατών πρόνοιας-των κοινωνικών Κρατών συνοδεύτηκε όντως από την πεποίθηση ότι ακριβώς οι χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν ο τόπος όπου ήταν δυνατό να δημιουργηθούν τα εισοδήματα και ο πλούτος που οι οικονομίες της παραγωγής δεν ήταν πλέον σε θέση να παράγουν στα μέρη του κόσμου που καθοδηγούνταν από τον λεγόμενο ώριμο καπιταλισμό. Η ιδιωτικοποίηση και η χρηματιστικοποίηση έχουν έτσι κολλήσει μεταξύ τους σε πολλαπλά επίπεδα: οι πολίτες-αποταμιευτές προσγειώθηκαν στη χρηματοδότηση μέσω των κεφαλαίων [της διαθεσιμότητας τους σε ρευστό] και η χρηματοδότηση έχει αντικαταστήσει την πραγματική οικονομία πολλαπλασιάζοντας τα διαθέσιμα μέσα, που πωλούνται στους ίδιους πολίτες-αποταμιευτές. Μέσω αυτών των εργαλείων ένας ολοένα και πιο περιορισμένος αριθμός κεφαλαίων-πόρων-μετοχών έχει καταφέρει να καθορίσει τις τιμές των αγαθών, λειτουργώντας στα κύρια χρηματιστήρια του κόσμου με συνεχή και κολοσσιαία στοιχήματα που έχουν αποφέρει σαφώς υψηλές αποδόσεις, σε τέτοιο βαθμό που να προσελκύουν συνεχώς αυξανόμενους όγκους αποταμιεύσεων. Σε αυτή τη νέα διάσταση, οι τιμές δεν ήταν πλέον αποτέλεσμα της πραγματικής προσφοράς και ζήτησης, αλλά έγιναν το, προκαθορισμένο, αποτέλεσμα ενός τερατώδους μονόδρομου παιχνιδιού τύχης, τζόγου.

Έτσι, ονόματα όπως Vanguard, Black Rock, State Street και πολύ λίγα άλλα funds -εταιρείες διαχείρισης, με την εξαιρετική ρευστότητα που συγκέντρωσαν ως αποτέλεσμα της ικανότητάς τους να επηρεάζουν αυτό που δεν ήταν πλέον μια αγορά αλλά ένα μονοπώλιο, απέκτησαν γρήγορα τον έλεγχο των κυριότερων εταιρειών στον πλανήτη, ξεκινώντας από τις Apple, Microsoft και τις περισσότερες από τις πρώτες πενήντα εταιρείες που είναι εισηγμένες στον S&P, τον πιο σημαντικό κατάλογο στον κόσμο. Παράλληλα με αυτές τις εκστρατείες εξαγορών, τα funds έχουν διεισδύσει σε δημόσιες εταιρείες, στις οποίες έχει ανατεθεί η ιδιοκτησία και η διαχείριση δικτύων και υποδομών ζωτικής σημασίας για την κυριαρχία μιας χώρας, και στις πολλές πολυλειτουργικές εταιρείες, στις δημόσιες εταιρείες που έχουν γεννηθεί σε διάφορα μέρη της Ιταλίας και της Ευρώπης και είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Σκαρφαλώνοντας ραγδαία ή με στρατηγικές συμμετοχές αυτές οι χρηματοπιστωτικές οντότητες έχουν καταστεί απολύτως σημαντικές στον καθορισμό των επιλογών σε θέματα με σαφή δημόσιο αντίκτυπο. Εν ολίγοις, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, οι υποδομές και τα δημόσια αγαθά έχουν γίνει αντικείμενο πολύ λίγων μεγάλων παικτών, των οποίων η λογική είναι μόνο να εγγυώνται βραχυπρόθεσμες οικονομικές αποδόσεις, ουσιαστικά μερίσματα και αμοιβές-αποζημιώσεις ομολόγων, εμπιστευόμενοι στην ικανότητά τους να καταλαμβάνουν όλους τους χώρους λήψης αποφάσεων, από τον ορισμό των τιμών έως τη δυναμική της παραγωγής και τις αρχές της παροχής υπηρεσιών και να επηρεάζουν δεσμευτικά μια πολιτική που έχει αποφασίσει να βασίζεται σε ένα τέτοιο μονοπώλιο, στο όνομα μιας αγοράς που διαγράφεται από τα ίδια μονοπωλιακά κεφάλαια. Είναι φυσικό ότι σε αυτή την πορεία η λατρεία του μερίσματος [διανομή κερδών], το οποίο πρέπει να ανταμείβει τον μεγάλο μέτοχο και τον μικρό αποταμιευτή, συμμετέχοντα στο ταμείο, αντικαθιστά οποιαδήποτε άλλη αξιολόγηση σχετικά με το εργατικό δυναμικό, τις επενδύσεις, το περιβάλλον και το κόστος των υπηρεσιών.

Οι πρωταγωνιστές μιας τέτοιας επίθεσης στην παγκόσμια ισχύ είναι, όπως αναφέρθηκε, τα funds που δημιουργήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ της δεκαετίας του ’70 και του ’80, τα οποία έχουν συσσωρεύσει τα τεράστια περιουσιακά τους στοιχεία τα τελευταία χρόνια, εκμεταλλευόμενα επίσης την κρίση του 2008 από την οποία βγήκαν σαφώς ενισχυμένα, επειδή είναι πολύ λιγότερο εμπλεκόμενα από άλλες χρηματοπιστωτικές και πιστωτικές οντότητες στο τοξικό σύστημα των στεγαστικών δανείων ακινήτων, από το οποίο τείνουν να παραμένουν προσεκτικά αποστασιοποιημένα. Οι ιδρυτές τους είχαν αρχικά επιλέξει τη λύση των «παθητικών funds» που περιορίζονταν στην αναπαραγωγή ορισμένων προσεκτικά επιλεγμένων δεικτών, όντας σε θέση να υποσχεθούν στους πελάτες, ακριβώς λόγω της μείωσης του κόστους διαχείρισης που επιτρέπει η παθητική φύση, μια σχεδόν δωρεάν υπηρεσία. Με άλλα λόγια, χρησιμοποίησαν υπάρχοντες δείκτες, ακολουθώντας την απόδοσή τους, και πλήρωναν τους «πελάτες» τους ανάλογα. Υπό το πρίσμα αυτό, παρουσιάζονταν ως οι διερμηνείς ενός νέου «δημοκρατικού» χρηματοπιστωτικού τομέα ο οποίος αρχικά δυσκολεύτηκε να εδραιωθεί, αλλά που, μετά τις καταρρεύσεις των μεγάλων παραδοσιακών γιγάντων, κατέστη ολοένα και πιο ελκυστικός και κατάφερε να δημιουργήσει στενές σχέσεις με την πολιτική: ένα πασιφανές παράδειγμα ενός τέτοιου δεσμού ήταν η στενή σχέση μεταξύ του ιδρυτή της Black Rock, Λάρι Φινκ, Larry Fink, και του υπουργού Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, Timothy Geithner, η οποία ωρίμασε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008.

Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκε ένα πραγματικό καρτέλ, με όρια-σύνορα άγνωστα στη σύγχρονη ιστορία, το οποίο κατέχει τα Χρηματιστήρια, καθορίζει τις τιμές, έχει αποφασιστικά μερίδια στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και εγγυάται τις αποδόσεις σε εκατομμύρια αποταμιευτές που εξαρτώνται για την ίδια τους την ύπαρξη από τα ελάχιστα μέλη αυτού, ενός τέτοιου καρτέλ. Το ίδιο καρτέλ ελέγχει τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι αποφασίζουν για την τύχη των δημόσιων χρεών των Κρατών, ένα μεγάλο μέρος του οικονομικού τύπου, τις κύριες τράπεζες του πλανήτη, τις ασφαλιστικές, φαρμακευτικές εταιρείες, την στρατιωτική βιομηχανία, εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, ολόκληρη την τροφική αλυσίδα και εκείνη της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ανανεώσιμων πηγών. Οι κύριες τουριστικές πλατφόρμες, τα ξενοδοχεία, τα airbnb, τα τυχερά παιχνίδια και ένα μεγάλο μέρος της ψυχαγωγίας περνούν επίσης από αυτό το καρτέλ. Οι επόμενες σελίδες σκιαγραφούν τον χάρτη αυτής της τεράστιας δύναμης, που πλέον καθιστά εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, ακόμη και τη χρήση του όρου «αγορά» για να προκρίνει την τρέχουσα κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας: ένας χάρτης που εκθέτει μια απίστευτη πανταχού παρουσία και, ταυτόχρονα, πιστοποιεί την αδυναμία ενός μεγάλου μέρους της πολιτικής να πραγματοποιήσει οποιοδήποτε είδος παρεμβολής, τόσο επισημασμένη που να κάνει κάποιον να σκεφτεί μια σαφή συνενοχή, συμπαιγνία. Δεν έχει υπάρξει κανένα ίχνος, ως απόδειξη αυτού, οποιασδήποτε δράσης ελέγχου στη διάχυση αυτών των κεφαλαίων-funds, στο βάρος τους, που ασκείται συνεχώς με τη χρήση δικαιωμάτων ψήφου στις συνελεύσεις των εταιρειών, και στο προνόμιό τους να καθορίζουν τα οικονομικά αποτελέσματα ολόκληρων τομέων. Δεν έχουν υπάρξει πραγματικοί έλεγχοι ούτε στη δομή ιδιοκτησίας τους, η οποία χαρακτηρίζεται από συχνές και σκοτεινές διασταυρούμενες συμμετοχές που δεν επιτρέπουν να κατανοήσουμε σχεδόν τίποτα για το ποιος πραγματικά αποφασίζει σε αυτούς τους γίγαντες, πέρα ​​από τις δημόσιες δηλώσεις των διευθύνοντων συμβούλων, μεταξύ των οποίων εξακολουθούν να εμφανίζονται οι αρχικοί ιδρυτές.

Είναι σχετικά εύκολο στην πραγματικότητα να καταλάβει κάποιος τι ελέγχουν, λίγο πολύ άμεσα, ποιες εταιρείες βρίσκονται στα χέρια τους, ποια Χρηματιστήρια, ποιοι τομείς, ποιες τράπεζες, ποιες ασφαλιστικές εταιρείες, ποιες πλατφόρμες, ποιες εφημερίδες: εν ολίγοις, είναι δυνατό να σχηματίσει μια αναπαράσταση της δύναμής τους. Υπάρχει όμως μια πολύ περίπλοκη πτυχή να ανακαλυφθεί και αυτή αντιπροσωπεύεται από την αναγνώριση του ποια είναι πραγματικά αυτά τα funds. Η Black Rock ανήκει κατά 14% στην Vanguard, κατά 6,7% στην ίδια την Black Rock και κατά ένα άλλο 4,5% στην State Street. Ακολουθούν δώδεκα μικρότερα funds. Η Vanguard ανήκει κατά 13,5% στην Black Rock, κατά 9,5% στην Vanguard και κατά 3% στην State Street, όπου προστίθενται άλλα μικρότερων διαστάσεων funds. Η State Street Corporation ανήκει κατά 12,6% στην Vanguard, κατά 8,1% στην Black Rock και κατά 5% στην State Street. Με άλλα λόγια, οι τρεις μεγαλύτερες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές οντότητες στον πλανήτη ανήκουν η μία στην άλλη με μια ακολουθία που δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ποιος είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης, πέρα ​​από τις φιγούρες των διαφόρων διευθύνοντων συμβούλων-Ceo, οι οποίοι μερικές φορές εξακολουθούν να ταυτίζονται με τους ιδρυτές «πατέρες». Για να είμαστε ακόμη πιο σαφείς, δεν μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίζουμε ποιοι είναι «οι κύριοι του κόσμου», οι οποίοι βρίσκονται πίσω από τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου που υπήρξε ποτέ. Είναι αυτή δημοκρατία; Είναι ελεύθερη αγορά; Μου φαίνεται πως όχι.

Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πολύ αδιαφανή απολυταρχία. Έτσι, ο στόχος αυτού του βιβλίου είναι να αναδείξει τα περιγράμματα της σκληρής αντίθεσης-αντιπαράθεσης μεταξύ μιας παγκόσμιας υπερδύναμης της οποίας γνωρίζουμε μόνο το φαινομενικό πρόσωπο και η οποία αποσυναρμολογεί ολόκληρα κομμάτια των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων του μακρού Εικοστού Αιώνα και της πιθανής παραμονής σε ζωή μιας ουσιαστικής δημοκρατίας.

Mια τελευταία, εύγλωττη γυαλάδα επί του θέματος. Έξι εταιρείες πέτυχαν έσοδα 408 δισεκατομμυρίων δολαρίων και κέρδη 88 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2023. Αυτές είναι οι Amazon, Alphabet, Apple, Microsoft, Meta και Netflix, οι οποίες είχαν ήδη πραγματοποιήσει κέρδη 61 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022.

Τι κοινό έχουν αυτές οι έξι εταιρείες; Δύο πράγματα. Το πρώτο, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ότι έχουν τους ίδιους μετόχους αναφοράς: Vanguard, Black Rock και State Street. Το δεύτερο, ότι απέλυσαν σχεδόν 250 χιλιάδες υπαλλήλους το 2023, αφού είχαν απολύσει 160 χιλιάδες το 2022. Είναι σαφές ότι σε αυτό το οικονομικό μονοπώλιο, τα υπερκέρδη δημιουργούν ανεργία. Ένας κόσμος ανάποδα, αναποδογυρισμένος που καθίσταται ακόμη πιο απαράδεκτος αν αναλογιστούμε πόσο φόρους πληρώνουν αυτές οι έξι εταιρείες και τα «αφεντικά» τους. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, περίπου το ένα τρίτο των ακαθάριστων κερδών αυτών των εταιρειών φορολογείται σε χώρες με «ευνοϊκή» φορολογία: ένα φαινόμενο, κοινό στις κύριες αμερικανικές εταιρείες ηπα που πληρώνουν φόρους στο Ντέλαγουερ, μια πολιτεία που έχει μετατραπεί σε φορολογικό παράδεισο. και στις κινεζικές εταιρείες που τους πληρώνουν στα Νησιά Κέιμαν. Στην Ιταλία, μετά, δεν πληρώνουν σχεδόν τίποτα. Τα ιταλικά υποκαταστήματα των κυριότερων παγκόσμιων μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών έχουν στην πραγματικότητα πληρώσει 187 εκατομμύρια ευρώ στις φορολογικές μας αρχές, έναντι κύκλου εργασιών σχεδόν 8,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ορισμένες πλατφόρμες, όπως στην περίπτωση της Booking, δεν έχουν πληρώσει ούτε ένα ευρώ. Αυτή η προϋπόθεση καθίσταται δυνατή και από τη φύση της υφιστάμενης φορολογίας, η οποία δεν είναι σε θέση να πλήξει τις άυλες υπηρεσίες, και από την πολιτική βούληση, που καλλιεργείται εδώ και χρόνια, να μην υποχρεώνονται οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές οντότητες να πληρώνουν φόρους, όπως ακριβώς αποδεικνύεται από την υπόθεση της Amazon, η οποία διαπραγματεύτηκε ειδικά προσαρμοσμένες φορολογικές συμφωνίες με διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τόσο ισχυρές ώστε να αντέχουν τις αγωγές που έχουν κατατεθεί ενώπιον όλων των Δικαστηρίων της Γηραιάς Ηπείρου.

Το παράδοξο είναι ότι οι κύριοι μέτοχοι αυτών των εταιρειών, τα μεγάλα χρηματοοικονομικά κεφάλαια-funds, αγοράζουν τις κύριες ιταλικές υποδομές, από το δίκτυο, μέχρι τους αυτοκινητόδρομους, μέχρι τις μονάδες επαναεριοποίησης, και λαμβάνουν πολυτελή μερίσματα από τις κύριες τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, ενεργειακές εταιρείες και κατασκευαστικές των οποίων είναι μέτοχοι, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση χωρίς να πληρώνουν φόρους διότι έχουν την φορολογική τους έδρα στο εξωτερικό. Στην πράξη, γινόμαστε μάρτυρες του απίστευτου παράδοξου, όπου τα άτομα που αποκομίζουν τα περισσότερα κέρδη στην Ιταλία και είναι ιδιοκτήτες ή παραχωρησιούχοι-ανάδοχοι δημοσίων υπηρεσιών δεν συνεισφέρουν με κανέναν τρόπο στο ιταλικό φορολογικό σύστημα.

Το 2023 ήταν μια χρονιά ρεκόρ για τον δείκτη του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου, ο οποίος ξεπέρασε τις 30.000 μονάδες και επέστρεψε στα επίπεδα πριν από τη «μεγάλη κρίση» του 2008. Οι τομείς που κατέγραψαν τα υψηλότερα επίπεδα ήταν τρεις. Ο πρώτος είναι αυτός των τραπεζών με στρατοσφαιρικά κέρδη που αντιστοιχούσαν σε αύξηση του κόστους των δανείων για τις ιταλικές επιχειρήσεις και οικογένειες. Ο δεύτερος είναι αυτός της ενέργειας που αντιστοιχούσε σε μια αύξηση των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Ο τρίτος είναι αυτός των «πολυλειτουργικών επιχειρήσεων, multiutility, οι οποίες ανήκουν σε μεγάλο βαθμό σε funds, όπου αντιστοίχησε ένα κύμα, μια απότομη αύξηση του κόστους για τους χρήστες όλων των άλλων υπηρεσιών. Είναι λογικό;

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος     infoaut.org

Προηγούμενο άρθρο

Μάθε πώς να Χαρίσεις Ζωή – Για 4η Συνεχόμενη Χρονιά στην Καβάλα!

Επόμενο άρθρο

Καβάλα: Προσαγωγή σε επιχείρηση για την τουρκική μαφία – Εντοπίστηκε το όπλο των πυροβολισμών