Τα χελιδόνια ήρθαν ξανά στην πατρίδα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

 Τα χελιδόνια ήρθαν ξανά στην πατρίδα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

«Δες όμως τα δικά μου τα κεράσια είναι μεγάλα και διαλεγμένα ένα-ένα», του είπα «Αυτό Λευτέρη μπορεί να είναι καλό για εμένα αλλά όχι για σένα, εσύ πρέπει να μαζέψεις πολλά κεράσια για να πάρεις και πολλά χρήματα». Εμένα με ενδιαφέρει, μου είπε να είσαι εσύ ευχαριστημένος από τη δουλεία μου και όχι τα χρήματα.

(Συνέχεια από προηγούμενο)

Με ξάφνιασε η απάντησή του δεν την περίμενα. Σκέφτηκα ότι ο άνθρωπος αυτός με θεωρεί αφελή ή το παίζει τρελός. Εν πάση περιπτώσει δεν του είπα εκείνη τη στιγμή τίποτε. Είχε νιώσει πιθανόν ασφαλής με τη στάση μου και άρχισε να μου εξιστορεί κομμάτια από τη ζωή του.

Έπνεε τα μένεα εναντίον του Ιωσήφ Στάλιν. Θυμάμαι την εικόνα που έπαιρνε η μορφή του όταν μέσα στην αφήγησή του εμφανίζονταν και ο ηγέτης εκείνος. Έσφιγγε τις γροθιές του, δάγκανε  τις λέξεις του «Εκείνον ο σκύλον ο Στάλινς μας κατέστρεψε».

Το καλοσυνάτο πρόσωπο του έπαιρνε μια άγρια όψη και το μάτι του γυάλιζε παράξενα. Το 1949 η Ελλάδα μπήκε στο ΝΑΤΟ, αυτό έγινε αιτία ή τότε Σοβιετική ένωση να απομακρύνει τους  περισσότερους Έλληνες της περιοχής του Καυκάσου και να τους μεταφέρει Ανατολικότερα.

Την εξορία εκείνη και τα δεινά που είχαν βρει την οικογένεια του Λευτέρη, εννέα χρονών παιδί τότε, την έζησε και παρέμειναν στη ψυχή του τα τραυματικά βιώματά της. Εκείνη τη στιγμή της  κουβέντας μας ήρθε ένας από τους εργαζόμενους, τον χτύπησε στην πλάτη και του είπε περιπαίχτηκα, «Λευτέρκα το έβγαλες το μεροκάματο φαίνεται πιο γρήγορα από εμάς και έπιασες εδώ  την κουβέντα βλέπω!».

Έσκυψε προς εμένα και μου ψιθύρισε στο αυτί «Άσε τον αυτόν είναι ζαβαλής» και έβαλε το δάχτυλό του στο δεξιό κρόταφο του, υπονοώντας ότι ο άνθρωπος είναι κακομοίρης στο μυαλό. Ο Λευτέρης αντιλήφθηκε ότι κάτι μου ψιθύρισε και με ρώτησε, «Τι σου είπε ο Ιατρίδης; Είναι φίλος, παίζουμε μαζί και σκάκι, δεν μπόρεσε να με κερδίσει χθες και δεν μπορεί να το χωνέψει.

Καμιά φορά τον αφήνω να πάρει κανένα παιχνίδι κάνοντας ότι δε βλέπω τις λαθροχειρίες του». Αυτό ήταν! Χάθηκε ο ειρμός της σκέψης του, έφυγε ο οίστρος που τον είχε βρει! Σταμάτησε να  μιλά, έμεινε για λίγο σκεπτικός, σηκώθηκε και είπε «θα πάω να μαζέψω κεράσια».

Τον παρακάλεσα να μη πάει στην δουλειά, ότι είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που μου λέει και του υποσχέθηκα να του δώσω το μεροκάματο που θα προέκυπτε από την εργασία των υπολοίπων. Δεν το έστερξε και με απείλησε ότι αν δεν πάει να δουλέψει όπως οι άλλοι θα σηκωθεί και θα φύγει.

Αυτό δεν το ήθελα και τον άφησα να πάει στη δουλειά του. Φεύγοντας με προσκάλεσε αν θέλω, να τον επισκεφτώ στο σπίτι του  το Σάββατο που μας έρχονταν, να με κεράσει ένα κερασόλ που του έκανε η Νίνα η γυναίκα του και να τα πούμε με την ησυχία μας.

Όταν ήρθε ξανά ο Ιατρίδης με τη νέα συγκομιδή του στο χώρο της συσκευασίας μας, του ζήτησα να με εξηγήσει τι εννοούσε με τη λέξη που μου είπε και την κίνηση που έκανε  για τον Λευτέρη. Μου απάντησε «Δεν είναι τίποτε, μη δίνεις σημασία είναι φίλος μου ο Λευτέρης»,

«Έτσι φέρεσαι στους φίλους σου και τους προσβάλλεις μ’ αυτόν τον τρόπο;». «Δεν ήθελα να τον προσβάλω κάθε άλλο, ένα αστείο έκανα. Ο Λευτέρης δεν προσβάλλεται, είναι αγαθός άνθρωπος. Μη τον βλέπεις έτσι τον Λευτέρη, είναι αξιόλογος, είχε πολύ σπουδαία θέση εκεί και θα μπορούσε να έχει πολλά χρήματα τώρα και να έρθει εδώ άρχοντας, αν ήταν λίγο έξυπνος.

Πήγαινε πάντα με το γράμμα του Νόμου όμως και με τον σταυρό στο χέρι, «Πες καλύτερα με το σφυροδρέπανο στο χέρι γιατί ξέρω πολύ καλές σχέσεις με σταυρούς και θρησκείες δεν είχατε   εκεί πέρα».

Έτσι είναι αλλά αν δεν παρεκκλίνεις λίγο από αυτά, δουλεύεις μόνο για την νομενκλατούρα και όχι για τον εαυτό σου. Αυτός πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι ο παράδεισος και για να έρθει ένα μήνα πιο μπροστά από εμένα χάρισε τη μισή του οικοσκευή στους φίλους του και στους συνεργάτες του.

Έτσι σκέπτεται ο Λευτέρης. «Δεν είναι ζαβαλής λοιπόν; Πες μου και εσύ». Η ερώτηση μου που θα ακολουθούσε τα λεγόμενά του απαντήθηκε δίχως να την εκφράσω από τον ίδιον, «Εγώ ένας μικρός προϊστάμενος ήμουν και δόξα τον Θεό ήρθα στην Πατρίδα μ’ ένα καλό κομπόδεμα για την αρχή».

Αργότερα έμαθα ότι πράγματι ήρθε με μια περιουσία σοβαρή. Μου είπαν ότι εκτός των άλλων έφερε και ένα «Δελφίνι», από τα πλεούμενα εκείνα που έπλεαν στον αφρό της θάλασσας  με μεγάλη ταχύτητα.

Για ένα χρονικό διάστημα κάποιο τέτοιο σκάφος έκανε δρομολόγια και στη Θάσο. Τις πληροφορίες αυτές για τους ανθρώπους εκείνους, τις αντλούσα στα μεσημεριανά μας γεύματα. Αν και δεν είχα υποχρέωση για να τους παρέχω γεύμα, το έκανα γιατί αισθανόμουν την ηθική υποχρέωση να καθίσουν μαζί μου στο τραπέζι μου όταν έτρωγα.

Εκεί ξανοίγονταν και έλεγαν τα δικά τους και τσακώνονταν, άλλοι να κατακρίνουν το καθεστώς που άφησαν και άλλοι να προσπαθούν να το υποστηρίξουν. Γνώρισαν το καπιταλιστικό σύστημα  που είχε η χώρα μας  για πρώτη φορά, είδαν τη βιτρίνα του και μερικοί από αυτούς ενθουσιάστηκαν.

Η σύγκριση δυστυχώς για τους  άλλους που ήταν κομμουνιστές φαίνονταν τεράστια. Θα παραθέσω μερικά επιχειρήματα που αντάλλασσαν οι μεν με τους δε για να γίνουν κατανοητές κάποιες διαφορές τους.

Οι κομμουνιστές έλεγαν στους άλλους ότι είναι αχάριστοι, γιατί το κράτος τους σπούδασε, παρέχοντας τους στέγη και τροφή ιατρική περίθαλψη, άδειες σε πανέμορφα σανατόρια, όλα τα είχαμε  και δεν τα εκτιμούσαμε και τα πάντα  δωρεάν.

Δεν είχατε πρόβλημα για εργασία, δεν είχατε πρόβλημα για στέγη. Όλα σας τα έδινε το κράτος και εσείς τι προσφέρατε για όλα αυτά; Ανυπακοή και συνεχή παράπονα και κλεψιά της Δημόσιας  Περιουσίας όταν μπορούσατε και όσο μπορούσατε.

Δυστυχώς στα τόσα χρόνια που ζήσατε σε μια σοσιαλιστική χώρα δε μάθατε τι ήταν αυτό που έφερε αυτό το σπουδαίο πολιτικό κίνημα στον κόσμο. Ο κομουνισμός ήταν ανάγκη, ήταν το φάρμακο ενάντια στην άμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από αυτό το σύστημα.

Στόχος βέβαια ήταν οι πλέον αδύναμες τάξης της κοινωνίας. Η πάλη αυτών των τάξεων έφερε νομοτελειακά τον κομμουνισμό στο ιστορικό προσκήνιο και εμείς τον ζήσαμε και τελικά τον αφανίσαμε.

Οι άλλοι τους παρέθεταν τα δικά τους επιχειρήματα και έλεγαν τις δικές τους αλήθειες. «Μας κρατούσε το σύστημα τυφλούς. Δε ξέραμε τι γίνονταν στον έξω κόσμο. Το καθεστώς κρύβονταν πίσω από τείχη που έχτιζε.

Φοβόνταν την αλήθεια, δεν άντεχε το φως. Εμείς είχαμε το σιδηρούν παραπέτασμα, στο Βερολίνο είχαν το τείχος του αίσχους. Δεν ήθελαν να γνωρίζει ο έξω κόσμος τι γίνονταν μέσα και εμάς  μας κρατούσαν στο σκοτάδι.

Κάποιες χαραμάδες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο ανακαλύπταμε και μαθαίναμε τα καινούργια της ζωής που έφερε η τεχνολογία και η πρόοδος. Είδαμε τις μεγάλες διαφορές και καταλάβαμε  γιατί μας είχαν στο σκοτάδι.

Είδαμε την πληροφορία να διαχέεται παντού, είδαμε τον πλούτο που μπορούσε να ανήκει στους άξιους. Δεν είναι όλα για όλους αυτά, ναι, αλλά τα καλά και σπουδαία ανήκουν στους άξιους, σ’ αυτούς που δουλεύουν για τον εαυτό τους και όχι για το κόμμα και για τους άλλους τους ακαμάτηδες.

Ο καθένας αμείβεται ανάλογά με την αξία του εδώ εκεί άξιοι ήταν μόνο όσοι ήταν βαθιά μέσα στο κόμμα. Αυτοί απολάμβαναν στα ειδικά τους καταστήματα της νομενκλατούρας τα αγαθά όλου του κόσμου.

Εμείς συνωστιζόμασταν σε τεράστιες ουρές για να προμηθευτούμε τα βασικά αγαθά για τις οικογένειές μας. Πολλές φορές όταν φτάναμε στο τέλος της αναμονής βρίσκαμε το τίποτε και θα έπρεπε να έρθουμε ξανά στην ουρά την άλλη μέρα γι’ ένα αβέβαιο πάλι αποτέλεσμα.

Ουρά για τα πάντα ακόμη και για την αγορά ενός κουτιού σπίρτα. Εδώ φίλε μου και του πουλιού το γάλα στη διάθεσή σου. Απόλαυσε ότι μπορείς, όλα στη διάθεσή σου και σου τα προσφέρουν με το χαμόγελο στα χείλη και το ευχαριστώ στο τέλος της αγοράς σου.

Ναι, δεν είναι ψέματα εδώ βρήκαμε τον Παράδεισο. Σταματήστε πια αυτό το μεγάλο ψέμα για τις δωρεάν παροχές που μας έδινε το κράτος. Τις χρυσοπληρώναμε με την άμισθη προσφορά της εργασίας μας στο Κράτος, αυτό δεν το μετράτε!».

Στα επιχειρήματα αυτά έρχονταν η απάντηση των άλλων που περιείχε και αυτή αναμφισβήτητες αλήθειες. «Αλήθεια λοιπόν ήρθαμε στον Παράδεισο των λίγων! Τον Παράδεισο του κεφαλαίου! Εσάς περιμένουν τους άξιους, σε μια χώρα της πλήρους αναξιοκρατίας, να δρέψετε τους καρπούς της αξιοσύνης σας!

Φίδι που σας έφαγε κακομοίρηδες. Στο σούπερ μάρκετ που πήγες, δεν είδες απ’ έξω αυτούς που σε άπλωναν το χέρι; Δεν ήταν για τη χειραψία του καλωσόρισες το χέρι εκείνο, βοήθεια ζητούσαν για να προμηθευτούν το ψωμάκι τους.

Την ελεημοσύνη σου ζητάν για να επιβιώσουν. Τέτοια φαινόμενα εκεί ήταν άγνωστα όλοι είχαν τα μέσα της επιβίωσης τους, τα έδινε το κράτος ελεύθερα και δωρεάν. Είδες όλα τα καλά του κόσμου μέσα στο μαγαζί, η πλαστική σακούλα με την οποία έφυγες όμως ήταν ελαφριά και είχε τρία βασικά είδη για να ζήσεις, τα άλλα ήταν -φάτε μάτια ψάρια-.

Ξέρω ότι μερικοί από εσάς ζητήσατε δουλειά, πήγατε στη Δημόσια Υπηρεσία, ο υπάλληλος, εμπιστευτικά σας σφύριξε στο αυτί, βρες μέσον για να έχεις δουλειά. Μέσον! Έννοια άγνωστη σε μας  αλλά εδώ είναι κανόνας που στο μέλλον πρέπει να πορευόμαστε μ’ αυτόν».

Παρατήρησα ότι στις συζητήσεις  αυτές και τις λογομαχίες δε συμμετείχε ο Στρατηγός, τραβιόνταν παραπέρα, διάλεγε μια σκιά έβγαζε μια χρυσή ταμπακέρα και έστριβε τσιγάρο και το κάπνιζε πολύ σκεπτικός.

Δεν τον ενοχλούσα, περίμενα να εκδηλωθεί μόνος του γιατί μου έδειξε τέτοια σημάδια με κάποια μισόλογά του. Εκείνο το Σάββατο πήγα στο σπίτι του Λευτέρη και βρήκα εκεί παντού την Ελλάδα.

Μια τεράστια Ελληνική σημαία σε υποδέχονταν στο άνοιγμα της εξώπορτας που την περιέβαλλαν θαυμάσιες φωτογραφίες με άρωμα Ελλάδας. Ακολούθησαν πολλά τέτοια Σάββατα που συναντιόμασταν είτε στο Κοντέινερ του, είτε στο δικό μου σπίτι και στις συναντήσεις αυτές εκτός των άλλων, απολάμβανα τα θαυμάσια μουσικά κομμάτια που έπαιζε με το ακορντεόν του.

Γίναμε καλοί φίλοι και διδάχτηκα πάρα πολλά από τον άνθρωπο εκείνον της προσφοράς, μέχρι του απροσδόκητου θανάτου του, που προήλθε πάλι από μια πράξη βοήθειας στον άλλον. Συγκεκριμένα, ο Ιατρίδης αγόρασε σπίτι σ’ ένα από τα παρακείμενα χωριά.

Ζήτησε τη βοήθεια του Λευτέρη, η οποία και ήταν ομόθυμη. Κατά τη μεταφορά ενός ογκώδους αντικειμένου, γλίστρησε και έπεσε, χτύπησε θανάσιμα στο κεφάλι και άφησε την τελευταία του πνοή στην αυλή του Ιατρίδη.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης