Το S.O.S. των εφημερίδων στην εποχή του κορονοϊού

 Το S.O.S. των εφημερίδων στην εποχή του κορονοϊού

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Συζητούσα με φίλο για την αξιοθρήνητη υγειονομική κατάσταση της Γαλλίας, (δυσεύρετες μάσκες, ανύπαρκτα τεστ) εν συγκρίσει με εκείνη της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ελλάδος και του είπα ότι κάπου διάβασα ότι η ζέστη, ο ήλιος και η υγρασία συντελούν (;) στην μείωση του κινδύνου του ιού. Προθυμοποιήθηκε να μου στείλει την εν λόγω είδηση δια μέσου του ιντερνέτ, δεδομένου ότι είναι ηλεκτρονικός συνδρομητής στο Παριζιέν, την λαϊκή εφημερίδα που δημοσίευσε το, ας ελπίσουμε, ελπιδοφόρο νέο.

Τον ευχαρίστησα θερμώς αλλά το απέρριψα ευγενώς. Θα αγόραζα ο ίδιος την εφημερίδα την στιγμή που θα έβγαινα για ψώνια. Εξηγούμαι: οι συνομήλικοι μου ¾ αιώνος ζωής, μετρημένοι στα δάχτυλα,  προτιμούμε να επισκεπτόμαστε τον κιοσκιέ εφημερίδων, εάν βεβαίως υπάρχει ακόμη γιατί το επάγγελμα μειώνεται μέρα με την μέρα, -40% στην παρισινή περιοχή.


Εδώ που τα λέμε η πρωινή ανάγνωση της εφημερίδος στο σπίτι ή στο καφενείο, είναι μια ιεροτελεστία. Έχοντας δίπλα το μεγαλοφλύτζανο με τον καφέ, πίνοντας γουλιά – γουλιά, ρίχνουμε μια γρήγορη ματιά στους τίτλους, μια πιο προσεκτική στα μονόστηλα και τα δίστηλα, και αφιερώνουμε μερικά λεπτά της ώρας για μια πιο μεγάλη είδηση, συνήθως δυσάρεστη στους καιρούς που διατρέχουμε. Αυτό μου συνέβη προ ημερών.

Ξεφυλλίζοντας την κομμουνίζουσα Ουμανιτέ, βλέπω με οδύνη, παρόλο ότι το ήξερα, ότι εν μέσω υγειονομικής κρίσεως, ο έγγραφος Τύπος απαραίτητος για την δημοκρατία, υποφέρει όλο και πιο πολύ από τις αυξανόμενες δυσκολίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε την Πέμπτη 13 Απριλίου η γαλλική υπηρεσία επιβεβαιώσεως διανομής του Τύπου (OJD), η καθίζηση διανομής των εφημερίδων του μηνός Μαρτίου είναι γενική: η Λε Παριζιέν (Le Parisien) έχασε 15,93% των αναγνωστών της, η συντηρητική Λε Φιγκαρό (Le Figaro) 6,06%, η καθολική Λα Κρουά (La Croix) 4,10%, η αθλητική Εκίπ (Equipe)14,64%. Βγαίνουν κερδισμένες, μόνο η παρουσιαζόμενη ως σοβαροφανής Λε Μόντ (Le Monde) +11,55%  και η  του ακραίου κέντρου Λιμπερασιόν (Libération) +0,60%, όλες δε μείωσαν τις σελίδες τους. Τέλος όσον αφορά την Ουμανιτέ από τις 24 ή 28 σελίδες πέρασε στις 20.


Η  ατελείωτη  πτώση αγοράς από τους πάλαι ποτέ αναγνώστες των  γουτεμβέργειων εφημερίδων, το γαργαντοειδές (εκ του Γαργαντούας) «φάγωμα» τους άρχισε  εάν θυμάμαι καλά,  στις αρχές των ετών 90 με την εισαγωγή της ψηφιακής ηλεκτρονικής εκτυπώσεως των εντύπων, που παράγει παντού σήμερα εφημερίδες, αποκαλούμενες «οn line» (διαδικτυακές).

Λυδία λίθος σ’ αυτήν την γιγαντιαία μεταμόρφωση, και ταυτοχρόνως χωρίς οίκτο μείωση του τιράζ των εφημερίδων, αποτελεί το ιντερνέτ, υιοθετηθέν ενθουσιωδώς από την πλειοψηφία των ενδιαφερομένων πολιτών για την πορεία του κόσμου μας. Παρόλο ότι τα σάιτ (site) ιντερνέτ των εφημερίδων εκτινάσσονται ψηλά, η πτώση διαφημίσεων και οι συνδρομές στο δημοσιογραφικό χαρτί που είναι πιο ακριβές θέτουν τις εφημερίδες σε δύσκολες καταστάσεις. Ο γράφων, χωρίς να είναι θιασώτης της απαισιοδοξίας, είναι οπωσδήποτε τα μέγιστα μελαγχολικός για την υπάρχουσα κατάσταση…

Διαβάστε επίσης