• 25 Απριλίου 2024,

«Είμαστε όλοι Έλληνες», διεκήρυτταν…

 «Είμαστε όλοι Έλληνες», διεκήρυτταν…

Greece Expiring on the Ruins of Missolonghi (after Delacroix)

 

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Η Βίβλος της γαλλικής ιντελιγκέντσιας, η μηνιαία έκδοση πληροφορήσεως και αναλύσεως των παγκοσμίων γεγονότων, «Ο Διπλωματικός κόσμος»  (Le Monde diplomatique), αφιερώνει αυτόν τον μήνα υπό τον  τίτλο «Είμαστε όλοι Έλληνες», ένα  ολοσέλιδο άρθρο στην εξέγερση του 1821. Συγγραφεύς είναι  ο Samuel Dumoulin, καθηγητής λυκείου, από το κείμενο του οποίου άντλησα μέρος των γραμμών που ακολουθούν. Η κεντρική του ιδέα είναι ότι ένας σεβαστός αριθμός Ευρωπαίων διανοουμένων της εποχής έτρεφε ένα θαυμασμό για τον πόλεμο της ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Σαν παράδειγμα αυτής της συμπάθειας των ανθρώπων του πνεύματος, αναφέρει τον γνωστό στους Έλληνες για την υποστήριξή του στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες Άγγλο ποιητή λόρδο Βύρωνα και άλλους που απεφάσισαν να περάσουν στο στρατόπεδο των ξεσηκωμένων εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μια άλλη μεγάλη φιγούρα της τέχνης, ο Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά με τον πίνακά του «Oι σφαγές της Χίου» καταγγέλλει με την  δύναμη του πινέλου του το μαρτύριο των κατοίκων ενός ελληνικού νησιού που ο Σουλτάνος θέλησε  να παραδειγματίσει.

Παρένθεση: εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το εργαστήριο και η οικία, σήμερα μουσείο, του φιλέλληνος ζωγράφου βρίσκονται σε μια από τις ωραιότερες πλατειούλες του Παρισιού, την Furstenberg, με ντεκόρ δυο-τρία δένδρα και ένα παγκάκι για τους ερωτευμένους. Την συναγωνίζεται σε ομορφιά και γαλήνη η συνάδελφός της Saint-Julien le Pauvre, απέναντι ακριβώς από την Παναγία των Παρισίων, στην άλλη όχθη του Σηκουάνα.

Επανέρχομαι στον αρθρογράφο του «Διπλωματικού Μοντ» που  αναρωτιέται ποιες είναι οι ρίζες αυτού του ευρωπαϊκού ενθουσιασμού και βάσει των ιστορικών γεγονότων προσπαθεί να τον ερμηνεύσει.

Για τον Γάλλο καθηγητή, τα ελατήρια αυτού του κινήματος που ονομάστηκε φιλελληνισμός είναι πολυάριθμα. Πρωτίστως, η ελπίδα της ελληνικής εξεγέρσεως θα μπορούσε να ανάψει την φλόγα της αμφισβητήσεως σε ένα χώρο που κυριαρχούσε η αυταρχικότητα της Ιεράς Συμμαχίας. Μετά την ήττα του Ναπολέοντος στο Βατερλό, Αυστρία, Πρωσσία, Ρωσσία, Μεγάλη Βρετανία ενεργούσαν για την επαναφορά της προ της γαλλικής Επαναστάσεως επικρατούσης καταστάσεως. Οι τρείς πρώτες δυνάμεις, -πονηρή αλεπού η Αγγλία πήρε τυπικώς τις αποστάσεις της- ήθελαν πάση θυσία να σβήσουν την σπίθα της επαναστάσεως, έστω και με μια στρατιωτική επέμβαση. Εμπνευστής αυτής της πολιτικής ήταν ο Αυστριακός πρωθυπουργός Μέτερνιχ  ο οποίος υπεστήριζε ότι το μεγάλο εργαστήριο των επαναστάσεων, το άντρο από το οποίο «ξεμπουκάρει ο άνεμος που φυσά και διασκορπίζει τον θάνατο στο σώμα της κοινωνίας είναι η Γαλλία», (ο Μέτερνιχ υπήρξε πρεσβευτής στο Παρίσι).

Άλλος λόγος της ευρωπαϊκής ιντελιγκέντσιας υπήρξε ότι η Ελλάδα στα μάτια της καλλιεργημένης δυτικής ελίτ ήταν (είναι;) μια ξεχωριστή γη.  Ο Βρετανός ποιητής Σέλεï (Shelley), με το ποίημά του «Ελλάς» γραφέν το 1822 , συνοψίζει το κοινό αίσθημα με την φράση: «Είμαστε όλοι Έλληνες». Η θέληση να τελειώνουν οι δυτικοί με το Ισλάμ τους ωθεί, σύμφωνα με τον Dumoulin, να πρεσβεύουν την οργάνωση μιας σταυροφορίας. Θαυμασμός της ελληνικής ιδεαλιστικής αρχαιότητος και καταγγελία του βάρβαρου πρωτόγονου Τούρκου, συνιστούν τις δυο όψεις του ιδίου κινήματος του φιλελληνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1825, στο «Σημείωση για την Ελλάδα», ο Γάλλος περιηγητής και λογοτέχνης Σατομπριάν έγραφε,  χωρίς υπέρμετρη αβρότητα, για τους Τούρκους: Μήπως «ο αιώνας μας  θα δει τις ορδές των αγρίων  να καταπνίγουν τον γεννώμενο πολιτισμό ενός λαού που εξεπολίτισε την γη;».

Πιο απαισιόδοξος, ο Βίκτωρ Ουγκώ διαπιστώνει την αποτυχία της ευρωπαϊκής βοήθειας προς τους εξεγερμένους: «Ματαίως επαιτούμε ένα στρατό από τους βασιλείς μας», συνόψιζε σε ένα στίχο του. Επ’ αυτού ο αρθρογράφος του μηνιαίου Μοντ διευκρινίζει ότι οι δυτικοί διανοούμενοι ελάμπρυναν ολιγότερον την μάχη ενός καταπιεζόμενου πληθυσμού και περισσότερον το μεγαλείο του αρχαίου πολιτισμού του οποίου εθεωρούντο οι ίδιοι σαν κληρονόμοι.

Από την μεριά τους, οι επίγονοι του λόρδου Βύρωνος, διακήρυτταν την ανάγκη βοήθειας στους Έλληνες, έστω και αν αυτό θα οδηγούσε σε σύγκρουση με την Υψηλή Πύλη. Πλην όμως, για τις μεγάλες δυνάμεις δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Η γεωπολιτική ισορροπία έπρεπε να προστατευθεί. Ήταν το αποτέλεσμα μιας σταθεροποιημένης συμφωνίας που εγγυάτο το απαραβίαστο των τουρκικών συνόρων, όπως άλλωστε στην εποχή μας οι συμφωνίες της Λωζάννης του 1922 που εγγυώνται το απαραβίαστο των γήινων και θαλασσίων ελληνοτουρκικών συνόρων. Βεβαίως η συνείδηση μερικών ηγετών της Ιεράς Συμμαχίας εβασανίζετο διότι τα θύματα ήταν χριστιανοί, έστω και ορθόδοξοι. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους δυτικούς, όταν μια ελληνική αντιπροσωπεία εστάλη στο συνέδριο της Βερόνας (1822) «για να ζητήσει βοήθεια από την χριστιανική Ευρώπη, να μην την δεχτούν», υπογραμμίζει η Anne Couderc στο υπ’ αριθμόν 42 δελτίο του ινστιτούτου Pierre-Renouvin, στο άρθρο της «Η Ευρώπη και η Ελλάδα, 1821-1830».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1826 η μεγάλη Βρετανία σπάζει το ενιαίο μέτωπο των μεγάλων δυνάμεων και συνάπτει με την τσαρική Ρωσία ένα σύμφωνο που προέβλεπε την δημιουργία μεν ενός ελληνικού κράτους αλλά με την μορφή εξαρτήσεως από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η Γαλλία που ενσωματώθηκε από το 1818 στις μεγάλες δυνάμεις ήταν σύμφωνη  με την αγγλορωσσική πρωτοβουλία, ενώ Πρωσία και Αυστρία, φοβούμενες μήπως η υπόσχεση μιας ελληνικής αυτονομίας μεταβληθεί σε πραγματική ανεξαρτησία, εξέφρασαν την αντίθεσή τους. Ο Μέτερνιχ γράφει: «με την πολιτική χειραφέτηση των Ελλήνων, ο θρίαμβος μιας   νέας επανάστασης στην Ευρώπη θα πάρει την μορφή ενός τετελεσμένου γεγονότος». Είναι πάντως γεγονός ότι η αγγλορωσική συμφωνία κατάφερε το τελειωτικό κτύπημα στην Ιερά Συμμαχία και πρόσφερε στην  Ελλάδα την ανεξαρτησία της με μύριες όσες στρατιωτικές περιπέτειες, όπως η ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος του 1827), και εν συνεχεία ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1828-1829), στο τέλος του οποίου η Τουρκία αναγκάστηκε να υποταχθεί. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, κατόπιν μιας τριμερούς συμφωνίας μεταξύ Ρωσίας, Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, η ανεξάρτητη πλέον Ελλάδα γίνεται μοναρχία. Οι δυνάμεις που υπέγραψαν την εν λόγω συμφωνία ανέβασαν το 1833 στον θρόνο τον Όθωνα, τον 17επτάχρονο υιό του βασιλέως της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Ο νέος μονάρχης, συμπεριφερόμενος στους Έλληνες αυταρχικώς αναγκάστηκε κάτω από την πίεση του στρατηγού Μακρυγιάννη να παραχωρήσει… δέκα χρόνια αργότερα (1843) την ψήφιση ενός Συντάγματος και την κατοχύρωση των λαϊκών ελευθεριών.

Διαβάστε επίσης