• 20 Απριλίου 2024,

Οι γυναίκες και η σχέση τους με τα όπλα στον ένοπλο αγώνα της δεκαετίας του ’70, στ’

 Οι γυναίκες και η σχέση τους με τα όπλα στον ένοπλο αγώνα της δεκαετίας του ’70, στ’

Ο ρόλος των γυναικών στην Αντίσταση βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων. Θα περιοριστώ σε μερικές παρατηρήσεις με βάση κάποιες ιστοριογραφικές ερμηνείες.

Γενικά, ξεκινάμε από δύο επιβεβαιώσεις: η πρώτη είναι ότι λίγες γυναίκες συμμετείχαν στην ένοπλη αντίσταση, μια επιλογή που ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί ανατρέπει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους. η δεύτερη είναι ότι οι περισσότερew από τις παρτιζάνες αντιμετώπισαν την επιλογή να αντιταχθούν στους φασίστες και τους ναζί, οδηγούμενες από συναισθηματικούς λόγους: «Κάθε ενέργεια ήταν μια πράξη αγάπης προς τον φίλο, τον αδερφό, αυτούς που ήταν συναισθηματικά σημαντικοί»[29][30] οι A. M. Bruzzone και R. Farina απορρίπτουν αυτή την τελευταία ερμηνεία: ήταν οι άνδρες, ακόμη και αυτοί στην αριστερά, που ήθελαν να θεωρήσουν την παράβαση της «οικιακής κλίσης» που εκδηλώνονταν από τις αντιστασιακές, ως πράξη αγάπης προς έναν άνδρα, παρά ως μια «αυτόνομη πολιτική επιλογή» [31]

Ομοίως, ο P. Gabrielli, αναλαμβάνοντας σε αυτό και τις θέσεις του D. Gagliani, απορρίπτει την «μητρική κατηγορία», που εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλες τις γυναίκες που συμμετείχαν στην Αντίσταση. Η «φυσική» τάση για ανάληψη καθηκόντων φροντίδας, βοήθειας και υπηρεσίας, που η πατριαρχική κουλτούρα ήθελε να κάνει να συμπέσει με τη γυναικεία φιγούρα, δεν είναι σε θέση να περιγράψει, πολύ περισσότερο να εξηγήσει «την πράξη της εξέγερσης και την ένταση προς την αλλαγή που φαίνεται να δίνουν ουσία στη συμμετοχή πολλών πρωταγωνιστριών, όπως επιβεβαιώνεται από πολλές συνεντεύξεις» [32]. Η εξύψωση του «μητρικού ενστίκτου» χρησιμεύει μόνο στην αποδυνάμωση των πολιτικών περιεχομένων του πρωταγωνισμού που εμφάνισαν οι γυναίκες. Στην εμπειρία του απελευθερωτικού αγώνα από τον ναζιφασισμό, όπως και στον ένοπλο αγώνα της δεκαετίας του εβδομήντα, υπήρχαν γυναίκες που μετέφεραν τις πιο παραδοσιακές γυναικείες συμπεριφορές στον δημόσιο χώρο. αλλά υπήρχαν και άλλες που, αμφισβητώντας αρχαίες προκαταλήψεις, τα έσπασαν με τους ρόλους που τους είχαν ανατεθεί για να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους απευθείας στην μάχη. [33]. Αυτό είναι ένα αμφισβητούμενο συμπέρασμα από πολλές απόψεις.

Αρχικά, η σύγκριση μεταξύ της παρτιζάνικης εμπειρίας και εκείνης του ένοπλου αγώνα στη δεκαετία του ’70 θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη μόνο τις καταστάσεις που είναι πραγματικά συγκρίσιμες. Επομένως, πρέπει να βάλουμε δίπλα στις εμπειρίες των αγωνιστριών των χρόνων Εβδομήντα (εκείνων που χρησιμοποίησαν πραγματικά τα όπλα) με αυτές των γυναικών των Gruppi di azione patriottica-Ομάδων πατριωτικής δράσης: παρόμοιο είναι το πλαίσιο στο οποίο βρέθηκαν να λειτουργούν -στις πόλεις-, ανάλογα με τη μαχόμενη εμπειρία – στον αστικό ανταρτοπόλεμο.

Οι άλλες πολλαπλές μορφές δέσμευσης για την υποστήριξη του παρτιζάνικου αγώνα που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της Αντίστασης (υλικοτεχνική υποστήριξη, καταφύγιο, βοήθεια), έχουν μια αντίστοιχη εμπειρία και στην περίπτωση του πιο πρόσφατου ένοπλου αγώνα. Ο D. Della Porta τονίζει ότι μόνο το 52% των μαχητριών των παράνομων ομάδων έχει συμμετάσχει σε ένοπλες ενέργειες [34]. Το άλλο μισό των γυναικών έπαιξαν εκείνους τους ίδιους ρόλους υποστήριξης, βοήθειας, κάλυψης, πληροφόρησης που αφορούσε τις περισσότερες αντιστασιακές κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

Δεύτερον, είναι πολύ συζητήσιμο να αποδοθεί στις γυναίκες που συμμετείχαν στην Αντίσταση μια βαθύτερη αίσθηση της αξίας της ζωής που τις οδήγησε να αρνηθούν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τη χρήση όπλων. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την προθυμία των γυναικών να πάρουν στα χέρια τους τουφέκια και πιστόλια, μια βούληση που καταπιέστηκε από μια σειρά βαθιά ριζωμένων πολιτισμικών προκαταλήψεων. Η παρουσία των γυναικών σε ένα στρατιωτικό σχηματισμό, και ως εκ τούτου τυπικά αρσενικό, συγκρούονταν με ταμπού, προκαλούσε αμηχανία και, στο μέτρο του δυνατού, αποθαρρύνονταν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ετούτη η γυναικεία ένταση δεν υπήρχε.

ο C. Pavone υποστηρίζει ότι για τις γυναίκες, στην περίοδο της Αντίστασης, «το πανάρχαιο δίλημμα μεταξύ της αξίωσης για ισότητα και της επιβεβαίωσης της διαφορετικότητας φαινόταν να συνοψίζεται, σε εκείνη την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στην επιλογή μεταξύ του να πυροβολούν και όχι» [35].

ο M. Addis Saba θυμάται ότι πολλές σύνδεσμοι ένιωθαν την επιθυμία να σταματήσουν στα βουνά με τις παρτιζάνικές μπάντες για να πολεμήσουν με τα όπλα στο χέρι, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα ήταν λίγες οι εθελόντριες στις οποίες το επέτρεψαν. Η συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα, στην υπεράσπιση της κοινής πατρίδας, καθίστατο ο τρόπος για την κατάκτηση μιας πλήρους ιθαγένειας, αντίστοιχης με αυτή των ανδρών, και την υπογράμμιση της «ολικής συμμετοχής» στην επιλογή της αντίστασης. Ωστόσο, εάν πολλές γυναίκες εκφράζουν την προθυμία τους να χρησιμοποιήσουν όπλα, πολλές περισσότερες θεώρησαν τη βία των όπλων ως μια ακραία προσφυγή, μια απαραίτητη έκτακτη ανάγκη [36].

η Carla Capponi διηγείται στα απομνημονεύματά της πώς κατάφερε να πάρει το όπλο που της αρνούνταν συνεχώς οι σύντροφοι των Gap, γιατί «σύμφωνα με αυτούς, εμείς οι γυναίκες έπρεπε να περιοριστούμε στο να καλύπτουμε την παρουσία τους στα σημεία των επιθέσεων παριστάνοντας τις φίλες». Η Capponi κλέβει ένα πιστόλι από έναν νεαρό ρεπουμπλικανό, εκμεταλλευόμενη το πλήθος σε ένα λεωφορείο. μετά επιστρέφει στο σπίτι και με «έναν θριαμβευτικό αέρα, τοποθετώντας το περίστροφο στο τραπέζι, έδειξα το πρώτο μου λάφυρα πολέμου» [37].

η Elsa Oliva, διοικητής μιας αντάρτικης Volante, δηλώνει ρητά τη βούλησή της να πολεμήσει «με τα όπλα στο χέρι». «Ήθελα να πυροβολώ, να πολεμήσω»*

Είχα δει ότι υπήρχαν κάποιοι νέοι που χρησιμoποιούσαν απέναντι μου διαφορετικούς τρόπους, μου έδιναν πράγματα, με απέτρεπαν από κάποια καθήκοντα… Είπα στη Meloni και στους άλλους: «Δεν ήρθα εδώ για να ψάξω έρωτες. Είμαι εδώ για να πολεμήσω και θα μείνω μόνο αν μου δώσετε ένα όπλο και με βάλετε στο πλαίσιο αυτών που πρέπει να φυλάνε και να ενεργούν. Επιπλέον θα κάνω τη νοσοκόμα. Αν συμφωνείτε, θα μείνω, αν όχι, φεύγω» [38].

Δεν είναι η μόνη μαρτυρία αυτού του ύφους. Μία από τις πιο εμφανείς διαφορές μεταξύ της Αντίστασης και του ένοπλου αγώνα της δεκαετίας του Εβδομήντα είναι ο αριθμός των γυναικών που ανέλαβαν στρατιωτικά καθήκοντα και ρόλους διοίκησης και πολιτικής διεύθυνσης: στα χρόνια ’70 ήταν αναλογικά, χωρίς καμία αμφιβολία, πολλές περισσότερες. Για να διαιρεθούν αυτές οι δύο ιστορικές φάσεις, υπάρχουν σχεδόν τριάντα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο πολιτισμός άλλαξε, τα έθιμα άλλαξαν και, σε μια διαρθρωμένη και πολύπλοκη διαδρομή, οι γυναίκες απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία. Κουλτούρα, εργασία εκτός οικογένειας και πολιτική κατέστησαν, με την πάροδο του χρόνου, διαστάσεις που ανήκαν όλο και περισσότερο στη γυναικεία ύπαρξη και αυτό άλλαξε βαθιά την αντίληψη που είχαν οι γυναίκες για τον εαυτό τους, για το ρόλο τους, για τις ικανότητές τους. Το φεμινιστικό κίνημα της δεκαετίας του Εβδομήντα είχε, υπό αυτή την έννοια, μια ανατρεπτική επίδραση. Η ρήξη με τα επιβεβλημένα πρότυπα θηλυκότητας, η κριτική και η εγκατάλειψη των λειτουργιών που επιφυλάσσει στο φύλο η πατριαρχική κουλτούρα, επαναπροσδιόρισε το «πεπρωμένο» πολλών γυναικών και μητέρων, τις φυσικές και τις συμβολικές, αγαπήθηκαν και αναγνωρίστηκαν. αλλά για εκείνες τις φιγούρες υπογραμμίστηκε και η απόσταση από τη δική τους βιοτή. Η Grazia Grena μου είπε ότι, εντός των Colp, δεν υπήρχε διαφορά, μεταξύ ανδρών και γυναικών, στη χρήση των όπλων «γιατί τελικά εξαρτιόταν πολύ από τις προσωπικές ιστορίες» [39]. Αλλά οι προσωπικές ιστορίες των αντιστασιακών και των αγωνιστριών των ενόπλων ομάδων της δεκαετίας του εβδομήντα ήταν πολύ διαφορετικές: διαφορετικές οι νοοτροπίες, οι αυτολογοκρισίες, οι περιορισμοί, οι ελευθερίες, και μεταξύ αυτών να πάρουν τα όπλα στα χέρια. Η Pia Sacchi μου διηγήθηκε μερικά επεισόδια που σχετίζονται με τη στράτευση της στις Colp, μετά από αυτή στην Πρώτη γραμμή. Στη Νάπολη συμμετείχε σε μια δράση σε ένα τρένο του μετρό. Στόχος ήταν να κλέψουν τα όπλα από δύο αστυνομικούς του σιδηροδρόμου. Η Pia θυμάται τις διάφορες δυσκολίες, που συνδέονται επίσης με το γεγονός της δράσης κατά τη διάρκεια της ώρας αιχμής, σε ένα μέσο μεταφοράς γεμάτο με εργάτες στο δρόμο για τη δουλειά.

Μπαίνουμε, μπλοκάρουμε, λέμε «σταματήστε όλοι, εμείς ήμαστε[…] μαχόμενοι κομμουνιστές, οικειοποιούμαστε αυτά τα όπλα, δεν μας ενδιαφέρει να κάνουμε κακό σε αυτούς εδώ. Τώρα το τρένο παραμένει ακίνητο για δύο δευτερόλεπτα και μετά θα συνεχίσει το δρόμο του, ήρεμα»

[…] Απλώς έπρεπε να είμαι όσο πιο ήσυχη γινόταν γιατί γνώριζα το γεγονός ότι ο τρόπος που μιλάω, η προφορά μου -έχω χαμηλό r- θα μπορούσε να είναι γελοίος: βρίσκομαι σε ένα ένα περιβάλλον μεγάλων, μεγαλόσωμων ανδρών […] Θα ήταν καλύτερα να παραμείνω σιωπηλή, αλλά είχα έναν αποφασιστικό αέρα. […] Και ο αντίκτυπος, η επίδραση υπήρξε διότι σταθήκαμε αποφασιστικοί, με ισχυρή, αλλά μη βίαιη στάση, χωρίς να δημιουργούμε φόβο: «μείνετε ακίνητοι, να είστε ήρεμοι, μην κουνηθείτε γιατί εδώ είναι ένας χαμός. Θέλουμε απλώς να κάνουμε γρήγορα» [40].

η Pia δεν μπορεί να διαχειριστεί την επιχείρηση μόνη: είναι αδύνατη, η γυναικεία φωνή της με το r γαλλικό και την προφορά από το βένετο, μέσα σε ένα βαγόνι γεμάτο άνδρες και ναπολιτάνους εργάτες, ίσως να μην προκαλεί αρκετό φόβο.

η Sacchi βοήθησε επίσης να οργανωθεί μια απόδραση από τη φυλακή του Frosinone, αλλά χωρίς να συμμετάσχει στη δράση: της έλειπε η απαραίτητη στρατιωτική εμπειρία. Η Sonia Benedetti ήταν μέρος αυτού του κομάντο, στην οποίο η Pia αναγνωρίζει την προετοιμασία και την επιχειρησιακή εμπειρία: υπήρχαν γυναίκες που διέθεταν μια ιδιαίτερη εξειδίκευση στη χρήση όπλων, και η Sonia ήταν μία από αυτές. Διαβάζουμε για αυτήν σε μια απόφαση του δικαστηρίου της Νάπολι: «Ηγετική προσωπικότητα της οργάνωσης, που ήρθε στη Νάπολη με διευθυντικά καθήκοντα, ειδικευμένη στην εκτέλεση ληστειών για αυτοχρηματοδότηση […]. Διαπιστώνεται η εξαιρετική στρατιωτική προετοιμασία για τη διεξαγωγή πράξεων μεγάλης σημασίας, καθώς και ισχυρές οργανωτικές δεξιότητες στη διαχείριση των οικονομικών μέσων» [41].

ο Patrizio Peci μιλά έτσι για την Nadia Mantovani:

Λέγεται, και αυτό με εντυπωσίασε πολύ, ότι στόχευε εξαιρετικά. Δεν την είδα ποτέ να πυροβολεί, ούτε αυτή το καυχήθηκε, αλλά μια φορά που τελείωνε στη συζήτηση είπε ότι είχε χόμπι τη σκοποβολή από μικρή, οπότε ήταν τόσο καλή που όταν πήγαινε για κυνήγι με τον πατέρα της αυτός έλεγε: Πρώτα uα πυροβολήσω εγώ, κι αν τα κάνω μαντάρα πυροβολείς εσύ [42].

Και η Susanna Ronconi, μόλις έφτασε στο Τορίνο, θα αξιοποιηθεί αμέσως, εντός της Pl, για τις επιχειρησιακές της δυνατότητες, που αποκτήθηκαν στην προηγούμενη ταξιαρχίτικη στράτευση της. Μάλιστα, είπε κάποια στιγμή: ”σε στρατιωτικό επίπεδο μέσα στις Br […] δεν υπέστην το γεγονός πως είμαι γυναίκα με την έννοια ότι ακριβώς επειδή ήταν μια τόσο τυπική οργάνωση, υπήρχε σεβασμός στα στάδια ανάπτυξης των αγωνιστών, ένα είδος ουδετερότητας» [43].

συμμετείχαν στις ομάδες φωτιάς, δηλαδή σε εκείνα τα σώματα που στόχευαν αποκλειστικά στην επιχειρησιακή, στρατιωτική δραστηριότητα. Η διαφορά τους δεν έγκειται στη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των ενεργειών, ούτε στους ρόλους που ανατίθενται μέσα στα κομάντο: να ορίζονται για να κάνουν μια εισβολή, ή να είναι οι οδηγοί που περιμένουν με το αυτοκίνητο έτοιμο ή, πάλι, να ενεργούν ως «στήριξη» που ελέγχει την κατάσταση εξωτερικά, όλα αυτά ήταν αρκετά αδιάφορα τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι μαχήτριες αναγκάστηκαν να διεκδικήσουν μεγαλύτερες ευθύνες, όπως αναφέρει η Ronconi:

Θυμάμαι τον ρόλο μου περισσότερο ως θυμό ή διεκδίκηση αν παρατηρούσα διακρίσεις στους ρόλους, αλλά αυτό και διότι ήταν ένα πρόβλημα δικό μου με την έννοια πως τότε, εγώ […] σε ένα ορισμένο στάδιο της οργάνωσης, ήμουν μια από τις διοικούσες, ναι […] Και δεν δούλευα μόνο για τον εαυτό μου, δούλευα και για τις άλλες με την έννοια ότι αν έβλεπα υπερβολές στα καθήκοντα θα τσαντιζόμουν γι’ αυτό […] Και μερικές φορές έτυχε να θυμώσω γιατί ο machismo ήταν εκεί μέσα όπως και οπουδήποτε αλλού. Μερικές φορές ήταν ένας προστατευτικός σοβινισμός του τύπου […] «Πρώτα θα πάω εγώ εσύ έλα μετά», ήταν προστατευτικός έστω και με μια μη κακόβουλη έννοια, ας πούμε, και πολλές φορές δεν μας άρεσε αυτό γιατί, ξέρεις, το να είμαστε προστατευμένες και να μας προσέχουν σημαίνει πάντα … Για εμάς, ένα επίπεδο ισότητας ήταν και το έδαφος των δράσεων, οπότε μερικές φορές υπήρχε και μια τάση να ρισκάρεις περισσότερο […] και μέσα στην πρακτική σου μετράς την ισότητα, αν υπάρχει ή όχι. Μπορεί λοιπόν να φαίνεται παράδοξο, αλλά βρεθήκαμε και εμείς να κάνουμε συζητήσεις λέγοντας «όχι, αυτή τη φορά θα αναλάβω εγώ την ριψοκίνδυνη στιγμή, και εσύ θα μου εξηγήσεις γιατί δεν πρέπει να το κάνω». Χρειάζεται να πω ότι από την άποψη των δεξιοτήτων, εν ολίγοις, δεν υπήρχαν όντως μεγάλες διαφορές, τελικά, μεταξύ εκείνων από εμάς που είχαν μεγαλύτερη πείρα σε αυτό [44].

Οι διαφορές φύλου είναι αισθητές σε άλλα πράγματα. Μερικές είναι σωματικού τύπου: ήταν πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τις γυναίκες να μπορούν να χρησιμοποιούν ορισμένα είδη όπλων λόγω της δομής του γυναικείου σώματος. Η Pia Sacchi θυμάται ότι όταν οι Colp οργάνωσαν την απόδραση δύο κρατουμένων από τη φυλακή του Frosinone, της δόθηκε ένας υλικοτεχνικός ρόλος. Δεν υπήρχε μόνο το πρόβλημα της μικρής στρατιωτικής της προετοιμασίας αλλά και το εμπόδιο που αντιπροσώπευε η «χρήση βαρέων όπλων». Λέει: «Δεν θα μπορούσα ποτέ να χρησιμοποιήσω μπαζούκα εναντίον ενός αστυνομικού αυτοκινήτου. Μου έρχονταν να γελάω. Έπεφτα εγώ, το μπαζούκα και όλα μαζί, κατάλαβες;» [45]. ο Mario Moretti θυμάται πως, κατά τη διάρκεια της δράσης στη via Fani, η Barbara Balzarani κρατούσε ένα υποπολυβόλο Skorpion «γιατί είναι ένα πολύ μικρό όπλο. Ένα κανονικό πολυβόλο ζυγίζει κάποια κιλά, είναι μεγάλο, είναι δύσκολο για μια γυναίκα να το κρύψει κάτω από το παλτό της»[46].

Όμως οι πιο σημαντικές διαφορές αφορούν τη στάση που έχουν γενικά οι γυναίκες στη σχέση τους με τα όπλα. Μεταξύ των μαχητριών των παράνομων ομάδων, πιο διαδεδομένο αίσθημα ήταν εκείνο μιας αλλοτριότητας που συχνά παρέμενε τέτοια σε όλη τη διάρκεια της στράτευσης. Ακόμη και όταν η επιφυλακτικότητα ή και η απέχθεια για τη χρήση τους μετατράπηκε σε υποχρεωτική συνήθεια, ακόμα και όταν η κατοχή ενός πιστολιού έγινε μέρος της καθημερινής ένδυσης, σφιγμένη στη μέση ή τοποθετημένη στην τσάντα, οι γυναίκες παρέμεναν πάντα μακριά από αυτή την αμφίσημη έλξη που τα όπλα συχνά ασκούσαν στους άνδρες.

Πολεμικά παιχνίδια με πιστόλια σαν παιχνίδια παιδικά, στρατιωτική θητεία, η εκπαίδευση στη χρήση της βίας στις ομάδες περιφρούρησης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς: όλα αυτά είναι ανδρικές εμπειρίες που τρέφουν ένα ανδροπρεπές και πολεμικό φαντασιακό. Οι γυναίκες, που αποκλείονται από αυτές τις μυήσεις, δεν καλλιεργούν τη συνήθεια της χρήσης όπλων ούτε τρέφονται με την ίδια πολεμική νοοτροπία. Χρησιμοποιούν τα όπλα τις στιγμές που κρίνουν πως είναι απαραίτητες, αλλά τα κοιτούν από απόσταση, σαν αντικείμενα και τίποτα περισσότερο, και η ειρωνεία με την οποία οι μαχήτριες των ένοπλων ομάδων θυμούνται τη γοητεία που ασκούσαν τα όπλα στους συντρόφους τους, είναι ένας από τους επαναλαμβανόμενους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η διαφορετικότητά τους.

Σημειώσεις [1] η Prima linea Πρώτη γραμμή υπήρξε, μετά τις ερυθρές Ταξιαρχίες, ο μεγαλύτερος αριστερός ένοπλος σχηματισμός στην Ιταλία. Πήρε μορφή μεταξύ του τέλους του 1976 και της αρχής του επόμενου έτους, για να διαλυθεί επίσημα γύρω στα μέσα του 1981. Λίγους μήνες αργότερα, μερικοί από τους αγωνιστές της που παρέμεναν ακόμη ελεύθεροι, γέννησαν τους οργανωμένους Κομουνιστές για την προλεταριακή απελευθέρωση-Comunisti organizzati per la liberazione proletaria. [2] Συνέντευξη με τη Susanna Ronconi, που παραχωρήθηκε στον P. Guerra, Bergamo, 27 Νοεμβρίου 1985, που διατηρείται στο Carlo Cattaneo Institute of Studies and Research στην Bologna, σελ. 63-64. Στο εξής αναφέρεται ως εξής: S. R. (Guerra, 1985). Το όνομα του συνεντευξιαζόμενου δεν αναφέρεται πλήρως όπως ζήτησε ο υπεύθυνος του αρχείου. Αυτό ισχύει και για τις άλλες μαρτυρίες που είδαμε στη Μπολόνια. [3] Συνέντευξη με τη Fiorinda Petrella, που παραχωρήθηκε στον D. Della Porta, Φλωρεντία, 6 Νοεμβρίου 1986, που φυλάσσεται στο Istituto di studi e ricerche Carlo Cattaneo της Μπολόνια, σελ. 37. Στο εξής αναφέρεται ως εξής: F. Petrelle (Della Porta, 1986). Την άδεια να αναφέρω το πλήρες όνομα και το επώνυμο μου δόθηκε από την συνεντευξιαζόμενη. [4] Συνέντευξη στην Pia Sacchi, παραχωρήθηκε στον N. Caldieri, Μιλάνο, 1 νοεμβρίου 1996. Στο εξής αναφέρεται ως ούτως: P. Sacchi (Caldieri, 1996). [5] Μαρτυρίες (επιμέλεια P Guerra), «Rivista di storia contemporanea», Περιοδικό σύγχρονης ιστορίας, α. XVII, φάση. 2, απρίλιος 1988. Αυτή είναι μια περίληψη των μαρτυριών που κυκλοφόρησαν από 9 γυναίκες πρώην μαχήτριες ένοπλων ομάδων κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου γυναικεία Ταυτότητα και πολιτική βία που συντονίστηκε από τη Luisa Passerini και την Bianca Guidetti Serra και έλαβε χώρα στις φυλακές Nuove και στη Σχολή Magistero του Τορίνο μεταξύ 1986 και 1987. Από τη συνέντευξη sτην Barbara Graglia, μπόρεσα να συμβουλευτώ ένα πλήρες αντίγραφο της ηχογράφησης που μου δόθηκε από την Grazia Grena. Θα αναφερθώ σε αυτή στα παραθέματα που θα βρεθούν ως εξής: B. Graglia (Passerini – Guidetti Serra). Το παρατιθέμενο απόσπασμα βρίσκεται στη σελ. 46. [6] L. Guicciardi, Η ώρα της μανίας. Η αποτυχία του ένοπλου αγώνα που διηγούνται οι πρωταγωνιστές, Il tempo del furore. Il fallimento della lotta armata raccontato dai protagonisti, Rusconi, Milan 1988, σελ. 58-59. Ο τόμος συγκεντρώνει ορισμένες δηλώσεις που έγιναν από πολλούς αγωνιστές των μαχόμενων οργανώσεων -κυρίως από την Pl, Πρώτη Γραμμή- κατά τη διάρκεια της δίκης που διεξήχθη ενώπιον του Εφετείου του Μιλάνου μεταξύ Οκτωβρίου 1985 και Μαρτίου 86. [7] Συνέντευξη με τη Susanna Ronconi, που δόθηκε στον N. Caldieri, Castiglione Torinese (Το), 30 νοεμβρίου 1996. Στο εξής αναφέρεται ως εξής: S. Ronconi (Caldieri, 1996). [8] S. R. (Guerra, 1985), σελ. 64-65. [9] Για όλο αυτό, cfr. V. Morucci, Ritratto di un terrorista da giovane, Πορτρέτο ενός τρομοκράτη νεαρού, Edizioni Piemme, Casale Monferrato (Al) 1999, σελ. 37-38, 75-77, 89, 206. [10] Ibidem, το ίδιο, σελ. 39, 50, 55, 206. [11] Cfr. Συνέντευξη στον Paolo Lapponi, παραχωρήθηκε στον L. Manconi, στο Storie di lotta armata, Ιστορίες ένοπλου αγώνα, σε επιμέλεια L. Catanzaro και L. Manconi, il Mulino, Bologna 1995, σελ. 196. [12] Giorgio, Memorie. Dalla clandestinità un terrorista non pentito si racconta, Αναμνήσεις. Από την παρανομία ένας αμετανόητος τρομοκράτης μιλά στον εαυτό του, Savelli, Milano 1981, σ. 106. [13] P. Peci, Io, l’infame, Εγώ, ο ποταπός, Mondadori, Milano 1983, σελ. 61-63. [14] Cff. E. Fenzi, Armi e bagagli. Un diario dalle Brigate Rosse, Όπλα και αποσκευές. Ένα ημερολόγιο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, Costa & Nolan, Genova 1987, οι παραπομπές αντίστοιχα στις σελ. 230-231 e 7-9. [15] Testimonianze, Μαρτυρίες (επιμέλεια P. Guerra) cit., σ. 282. Η περιγραφή των διαθέσεων που νιώθει πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από μια δράση είναι από πολλές απόψεις παρόμοια με αυτή που έκανε ο «Giorgio» ο οποίος γράφει: «Σίγουρα πολύς φόβος, αλλά πρώτα, ενώ περιμένουμε. Και ήταν ένας φόβος όχι διαφορετικός με αυτόν που νιώθει κάποιος πριν από έναν μεγάλο διαγωνισμό, περπατώντας νευρικά στο διάδρομο του σχολείου. Και, έτσι, κι αυτός ο φόβος λιώνει άμεσα τη στιγμή της δράσης. ή δεν λιώνει κι έτσι είναι πανικός, το σκας. Και ύστερα, μετά, μια μεγάλη κούραση, ένα ξαφνικό άδειασμα και χαλάρωση […]. Αλλά δεν είναι διασκεδαστικό, να πυροβολείς, όχι, δεν είναι συναρπαστικό, όπως νομίζουν και λένε κάποιοι […]. Είναι απλώς, κατά κάποιο τρόπο, λογικό, αναπόφευκτο, καθαρό. Και ορθολογικό». (Giorgio, Memorie, Αναμνήσεις cit., σ. 99). [16] S. Ronconi (Caldieri, 1999). [17] Ibidem. [18] Grazia e altri, η Grazia και άλλοι, 11 ιουλίου 1987, δακτυλόγραφο, ηχογράφηση συνάντησης μεταξύ Grazia Grena, Barbara Graglia, Luisa Passerini και Bianca Guidetti Serra στο πλαίσιο του σεμιναρίου Identità femminile e violenza politica, Γυναικεία ταυτότητα και πολιτική βία. Το αντίγραφο της ηχογράφησης που συμβουλεύτηκα, που μου δόθηκε από την ίδια την Grena, είναι ημιτελές (διακόπτεται στη σελ. 29) και περιέχει χειρόγραφες διορθώσεις τις οποίες έχω λάβει υπόψη. το παρατιθέμενο απόσπασμα βρίσκεται στη σελ. 29. [19] Ibidem, το ίδιο, σελ. 28-29. [20] Συνέντευξη με την M. P., που δόθηκε στον D. Della Porta, Ρώμη, που φυλάσσεται στο Carlo Cattaneo Institute of Studies and Research στη Μπολόνια. Τα αναφερόμενα αποσπάσματα βρίσκονται στη σελ. 34. [21] B. Balzarani, Compagna luna, Συντρόφισσα σελήνη, Feltrinelli, Milano 1998., σ. 70. Τα πλάγια γράμματα είναι στο κείμενο. [22] A. L. Braghetti – P. Tavella, Il prigioniero, Ο φυλακισμένος, Mondadori, Milano 1998, σ. 49. [23] Συνέντευξη στη Fiorinda Petrella, παραχωρήθηκε στον N. Caldieri, Φλωρεντία, 29 ιουλία 1998.Θα αναφέρεται ως: F. Petrella (Caldieri, 1998). [24] Συνέντευξη στην Fiorinda Petrella, παραχωρήθηκε στον N. Caldieri, Bologna, 16 νοεμβρίου 1999. [25] S. Ronconi (Passerini – Guidetti Serra), σ. 282. [26] Cfr. Braghetti, Il prigioniero, Ο αιχμάλωτος, cit., τα αποσπάσματα στις σελ. 24 και 52. [27] S. Lenci, Colpo alla nuca, Χτύπημα στον αυχένα, Editori Riuniti, Roma 1988, σελ. 28, 129-130. σε μια επιστολή του Νοεμβρίου 1986, ο Lenci έγραψε στη Giulia Borelli για να θυμάται το πρόσωπό της καλύτερα από αυτό όλων των άλλων επιτιθέμενων επειδή «στη ζωή έχω βρεθεί πιο συχνά αντιμέτωπος με επιθετικούς άνδρες παρά γυναίκες», επομένως «η παρουσία σου στην ομάδα ήταν για μένα το ιδιαίτερα ακατανόητο γεγονός μέσα σε όλο το ακατανόητο γεγονός» (ibidem, σελ. 151). [28] Cfr. A. Faranda – S. Mazzocchi, Nell’anno della tigre. Storia di Adriana Faranda, Στον χρόνο της τίγρης. Η ιστορία της Adriana Faranda, Baldini & Castoldi, Milano 1994, sel. 78-79,81. [29] Cfr. για παράδειγμα M. Addis Saba, Partigiane. Tutte le donne della Resistenza, Παρτιζάνες. όλες οι γυναίκες της Αντίστασης, Mursia, Milano 1998, σ. 92. [30] A. T. Iaccheo, Donne armate. Resistenza e terrorismo: testimoni dalla storia, Ένοπλες γυναίκες. Αντίσταση και τρομοκρατία: μάρτυρες από την ιστορία, Mursia, Milano 1994, σ. 84. [31] Cfr. A. M. Bruzzone – R. Farina, Introduzione, Εισαγωγή στο La Resistenza taciuta, η Αντίσταση που αποσιωπήθηκε, σε επιμέλεια A. M. Bruzzone και R. Farina, La Pietra, Milano 1976, σ. 11. [32] P. Gabrielli, Donne, guerra, politica: un convegno recente in Emilia Romagna, «Storia e problemi contemporanei», Γυναίκες, πόλεμος, πολιτική: ένα πρόσφατο συνέδριο στην Emilia Romagna, “Ιστορία και σύγχρονα προβλήματα”, a. X, n. 20, 1997, σ. 216. [33] Ibidem, το ίδιο. [34] D. Della Porta, Specificità delle donne e violenza politica, «Rivista di Storia Contemporanea», Ιδιαιτερότητα των γυναικών και πολιτική βία, “Περιοδικό Σύγχρονης Ιστορίας”, a. XVIII, n. 1, 1989, σ. 122. [35] C. Pavone, Una guerra civile. Saggio storico sulla moralità della Resistenza, Ένας εμφύλιος πόλεμος. Ιστορικό δοκίμιο για το ήθος της Αντίστασης, Bollati Boringhieri, Torino 1994, σελ. 439-440. [36] Addis Saba, Partigiane, Παρτιζάνες, cit., σελ. 92, 96. [37] C. Capponi, Con cuore di donna, Με την καρδιά γυναίκας, il Saggiatore, Milano 2000, σ. 125. [38] Συνέντευξη στην Elsa Oliva, στο Η Αντίσταση που αποσιωπήθηκε, La Resistenza taciuta cit., σελ. 125, 130. [39] Συνέντευξη στην Grazia Grena, παραχωρήθηκε στον N. Caldieri, Lodi, 27 Νοεμβρίου 1999. Από εδώ κι εμπρός: G. Grena (Caldieri, 1999). [40] P. Sacchi (Caldieri, 1996). Στο κατηγορητήριο των Εισαγγελέων κατά τη δίκη στην οποία κρίνονται οι δράστες εκείνης της επιχείρησης, διαβάζουμε: «Ληστεία στους αστυνομικούς της Polfer: Quarto-Qualiano, 4 Δεκεμβρίου 1981. Κατηγορούμενοι: Mutti Pietro, Frassinetti Luca, Comaglia Paolo, Borelli Giulia , Pianelli Walter , Sacchi Pia. Στις 17.20 της 4/12/81, ο αξιωματικός Vaivano Donato και ο φρουρός Papasso Felice, σε ισχύ στην Polfer του Villalitemo, σε τρένο του μετρό, μεταξύ των σταθμών Quarto και Qualiano, περικυκλώνονται από τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες και ακινητοποιούνται με χειροπέδες και κομμάτια σχοινιού. οι επιτιθέμενοι αναγκάζουν τον οδηγό να σταματήσει τον συρμό αφού λήστεψαν από τους αστυνομικούς δύο cal. 9 parabellum, μοντ. 92 S, ένα πολυβόλο M 12, τους μπερέδες της στολής και προσωπικά έγγραφα. Μόλις οι ληστές εξαφανίστηκαν, ο συναγερμός σήμανε αναίτια. Η δράση διεκδικείται με ένα ανακοινωθέν που υπογράφεται “Κομμουνιστές οργανωμένοι για την προλεταριακή απελευθέρωση” (Colp) “(Δημόσιος Εισαγγελέας της Νάπολι P.M. Gerardo Arcese και Olindo Ferrone. Εξαγγελία της 31ης Μαΐου 1983 στη δίκη κατά του Adamo Antonio + 67, σ. 13 ). [41] Εισαγγελία Πλημμελειοδικών της Νάπολι, κατήγορος Gerardo Arcese και Olindo Ferrone. Κατηγορητήριο της 31ης Μαΐου 1983 στη δίκη κατά Adamο Antonio + 67, s. 140. [42] Peci, Io, l’infame, cit., s. 61. [43] S. Ronconi (Passerini – Guidetti Serra), sel. 280-281. [44] S. Ronconi (Caldieri, 1996). [45] P. Sacchi (Caldieri, 1996). [46] M. Moretti – C. Mosca – R. Rossanda, Brigate Rosse. Una storia italiana, Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μια ιταλική ιστορία, Anabasi, Milano 199

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina deriveapprodi

Διαβάστε επίσης